Η παρακάτω πολύχρονη και σίγουρα δύσκολη εργασία, συλλογή και επεξήγηση των σορωνιάτικων λέξεων, ανήκει στον Λουκά Μπονιάτη, Μέλος και πρώην Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. του Συλλόγου μας. Τον ευχαριστούμε θερμά για την αξιέπαινη και πολύ σημαντική προσφορά του στη λαογραφία του τόπου μας.
"Μετά από 33 χρόνια (από το γυμνάσιο) συλλογής λέξεων της τοπικής διαλέκτου της Σορωνής, πιστεύω ότι έχω συλλέξει ένα πολύ μεγάλο μέρος των λέξεων αυτών. Η συλλογή γινόταν με σημειώσεις από κουβέντες με τις γιαγιάδες και άλλους ηλικιωμένους χωριανούς. Οι περισσότερες όμως σημειώσεις προέρχονταν από καθημερινές συζητήσεις με τους χωριανούς, που πάνω στην κουβέντα, πετούσαν και μια λέξη που θα έπρεπε να καταγραφεί.
Μεγάλη δυσκολία ήταν το να αντιληφθώ ότι κάποιες λέξεις θα έπρεπε να καταγραφούν στο λεξιλόγιο, διότι ήταν τόσο διαδεδομένη η χρήση τους τοπικά, που δεν συνειδητοποιούσα ότι πρόκειται για τοπική διαφοροποίηση πχ λουτριά = πρόσφορο, ή έφτω = ανάβω, ή ήψα = άναψα, ή κουνιού = κουνήσου - κάνε γρήγορα.
Επίσης στην πορεία συνειδητοποίησα ότι θα πρέπει να καταγράφονται και ηχητικές διαφοροποιήσεις των λέξεων πχ αδκιάβαστος = αδιάβαστος, ζηλεύκω = ζηλεύω, σάρσα = σάλτσα. Ελπίζω η συλλογή αυτή με πάνω από 1400 λέξεις, να συμβάλλει στην πληρέστερη καταγραφή της διαλέκτου που χρησιμοποιούνταν στα χωριά μας και ειδικά στη Σορωνή".
 
 

λέξεις από  α

άε  = κοίτα - άε να = κοίτα εδώ /  άε ποιό δουλειές = κοίτα πια δουλειές.

ά  να  τσα  = έτσι μπράβο ή έτσι ακριβώς.

αβγκοφυλλία  =  η φλούδα του αβγού .

αβί = κυνήγι

αγγιά  = δοχεία πήλινα.

άγγονας = εγγόνι.

αγιάζι = παγωνιά, διαπεραστικό κρύο.

αγκάθθα = 1.  αγκάθι.

  1. σπονδυλική στήλη  (έκατσε η αγκάθα μου).

αγκαλιά = η ποσότητα των χόρτων - σταχιών  που χωρά στην αγκαλιά (φέρε μια αγκαλιά ακόμα για να φτιάξουμε το δεμάτι).

αγκία = ακίδα το πολύ λεπτό ξύλο που εισχωρεί στο σώμα (πχ. χέρια).

αγκλαβή = προικοσύμφωνο.

αγκλούπα = νεροκολοκύθα.

αγκλέορας = μεγάλη ποσότητα (έφαε τον αγκλέορα).

αγκρεμός  = γκρεμός.

αγριόφωτο = άγριο ζώο που δεν πιάνεται.

αδκιάβαστος = αδιάβαστος.

αδκιαφόρετα  = άδικος κόπος / χωρίς όφελος (μην πάεις κιά, αδκιαφόρετα θάναι).

αδκιαφόρετος = άχρηστος (φτοσδά ειν αδκιαφόρετος)

άδκειο =  άδειο

άδολος = ο καρπός που δεν έχει προσβληθεί από ασθένεια –γερός

άεις με = άσε με  (άεις τα κάτω τα απίδια)

αέλαμος =  βρώμη

αελιά  = αγελάδα

αερφομοίρια = γειτονικά κτήματα που προέρχονται από μοιρασιά ανάμεσα σε αδέλφια

αερφός = αδερφός

άζαλος  = αυτός που αναζητά κάτι μέσω μυρωδιάς (σκύλος- θήραμα)

αζό = ζώο

αθθός  = το άνθος  (ο αθθός της καϊσιάς)

άθθος  και άθιτα = η στάχτη, οι στάχτες

αθθόπανο = το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για το πλύσιμο των ρούχων βάζοντας μέσα στάχτη.

ακάτσαρος =  λάβδανο ή κίστος θάμνος

ακόνι = πέτρα  με την οποία ακόνιζαν τα μαχαίρια.

ακονιζιά =  Dittrichia viscosa κόνυζα φυτό

ακόπο =  τουλάχιστον  - άσε που (ακόπο άργησε νάρτει στον μύλο)

ακούμια = λουκουμάδες

άκουννο = χωρίς κουκούτσι (επιτραπέζιο σταφύλι)

ακουπάς = σβέρκο

ακούριος = ακούρευτος    

Αλάερμα =  Λάερμα

αλαμόχορτο  = αγριοβρώμη

αλαμπή = η λάμψη της φωτιάς που εκπέμπει ζεστασιά

αλαπού = αλεπού

αλαπόψοφος  = κάνει ψέματα ότι είναι πεθαμένος ή κοιμάται, κάνει τον αδιάφορο ενώ δεν είναι (τον αλαπόψοφο κάμνει).

αλάριου = μακριά

αλατερό = πήλινο δοχείο που βάζουν το αλάτι και το κρεμούν στον τοίχο

αλαφάντης = ο καπνοδόχος

αλάφι  = ελάφι

αλαφοκέρατο = το κέρατο του ελαφιού. Το χρησιμοποιούσαν ως απωθητικό των φιδιών, καίγοντας λίγο από αυτό ή καπνίζοντας το όπως το λιβάνι.

άλειμμα = μαγειρικό λίπος  από γουρούνι.

άλεση = αλυσίδα

αλέσιμο= το αλεσμένο σιτάρι

αλεσίφα = ζεστό νερό με στάχτη για το πλύσιμο των ρούχων

αλεσφακιά = φασκόμηλο

αλευριά = γλύκισμα από αλεύρι ψημένο με λάδι και λίγο νερό στο οποίο περίχυναν μέλι ή πετιμέζι  (η κρέμα των μωρών).

αλισβερίσι = το πάρε δώσε – η συναλλαγή

αλλάβερσι  = μακάρι

αλόατο  -  άλοο = άλογο

άλοθθας = αρσενικό σύκο

αλόθια = άγουρα σύκα

αλοϊνός  =το γύρισμα του αλόγου στο αλώνι μεταφορικά = αυτός που τρέχει ακατάστατα. (τον αλοϊνό κάμνει φτοδά το παιί κιέν ησυχάζει).

αλυαριά = λυγαριά

άμα = αν – όταν  (Άμα βολέσει  ννα ρτω) 

αμανάτι = ενέχυρο ή κάτι που έχει ξεμείνει  (με πόμεινε αμανάτι)

αμαράγκοι= μαργαρίτες

άμε ρίχνα = ποιος να ξέρει (άμε ρίχνα πότε ννα ρτει) 

αμέστιο = αγίνωτο (κυρίως για καρπούς)

αμίλιγκας = φαβορίτα

αμόλοχας = μολόχα

αμουργάς = αυλακωτό κεραμίδι για στέγες.

αμπερνός = βελανιδιά

αμπερνάλλι = μικρή βελανιδιά

αμπλεκός = αποθήκη άχυρου 

αμπράτη = αποσκευές - πράγματα

αμπρόκκα = πρόκα, μεγάλο καρφί

αναμουσία =Το άνοιγμα στο σπερβέρι. Εκεί τοποθετούνταν το άσπρο ύφασμα που έπεφτε από το ταβάνι και κάλυπτε το κρεβάτι.

αναράες – ανεράες = νεράιδες

ανέβατο = το ψωμί που δεν έχει φουσκώσει ώστε να είναι έτοιμο για ψήσιμο.

ανεγριά = ανυδρία - έλλειψη νερού.

άνεγρο  =  καλλιέργεια χωρίς να ποτίζεται (το μποστάνι είναι άνεγρο)  

ανέφαλο = σύννεφο

ανήχελος = σαχλός

ανήψητο = άψητο

ανουριά = όριο – συνορο

αντίερο = αντίδωρο

ανύπλυτος = άπλυτος

ανύχους = τίποτα (που φτηδά τη δουλειά ανύχους εν να πάρουμε-δηλαδή δεν θα πληρωθούμε / ερωτ:  ήβρες αυγούγια? απάντ: ανύχους ήβρα.)

άξαμο = ακριβές αντίγραφο πχ κομμένο ύφασμα

αξάς = ξάδερφος

αξίαλος = το ξινόγαλο

αξίγκι = λίπος 

αξινιά = ξινήθρα 

αομάς = κοτέτσι

αουκής = κυνηγός

άουρο = άγουρο

Άουστος =  Αύγουστος

απαταρός = αποθήκη κάτω από τον σουφά

αππί = απίδι 

απλάτανος = πλάτανος

απλώτρα = τα απλωμένα σύκα στον ήλιο για να γίνουν σκάδια.

απόδιονας = μπατζάκι παντελονιού

αποκάλαμη = το ξερό χόρτο που μένει μετά τον θερισμό

απόκονο = όμως 

αποκρέβατος = αποθήκη κάτω από το κρεβάτι

απόρα = μπόρα

απόσυρτο = το ψωμί που είναι από έξω ψημένο και από μέσα άψητο.

απόσκιο = μέρος που προστατεύεται από ήλιο και αέρα

αραλίκι το = ευρυχωρία 

αραπάς  = κάρο

αρβίθι = ρεβίθι

αργαχτάς ή αγραχτάς =  αδράχτι, το σιδερένιο εργαλείο που μάζευε την κλωστή από την ανέμη

αργιάτης  = εργάτης

αργυάκι = ρυάκι

άρεκλα = σημείο του σπιτιού για αποθήκευση σιταριού

αρίανη = ρίγανη

αριός = άκαρπη κληματαριά

αρκόμαλλος = αναμαλλιασμένος

άρμεμα = άρμεγμα

αρναούττι = πιπεριά (καρπός)

αρντίλλης = πολύ ψηλός ή ψηλός και άχαρος  ( κοκιά μου αρντίλλης εγίνεις)

αροάχνα ή  αροάχνη =ροδοδάφνη

αροΐνοι = τα τρυφερά πράσινα φασολάκια

αρσίζης = άτακτος

αστρακιά=  Φλόμος ο θάψος Verbascum thapsus. Θάμνος με χυμό δηλητηριώδες που χρησιμοποιούσαν για να πιάνουν τα χέλια από την ρένη.

αρτακλιά = κουμαριά 

αρφαδιά = αλφαδιά

αρφάκι = άγουρο

αρχοντική = μισόκλειστη πόρτα

ασμάρι = σμάρι, σμήνος από μέλισσες

ασκελαρούα = δρακοντιά

ασκινός = σχίνος 

ασπα = βαθούλωμα της γης στα μπριάρικα χωράφια

ασπάρτης = ο θάμνος σπάρτο

ασπόρτιλας   = ασφόδελος

ασπρόπηλος = αργιλώδες χώμα 

αστάλαρη = όταν δεν σταματά η βροχή

άτσα = φτέρνα

ατσακόπετρα = η σιδερόπετρα –σκληρή πέτρα για παραγωγή ασβέστη

ατσί ή ατσίδι = κουνάβι

ατσικνούα = τσουκνίδα

ατσίπωτα  = αισχρόλογα

αττέτι = έθιμο

αττουμάκα = μοτοσικλέτα.

αττούμακας = αετομάχος πουλί.

αυγούδι  ή αυγούι = μανιτάρι των χωραφιών που τρώγετε.

αυκή = αυγή

αυκό = αυγό

αυκούλα = πασχαλινό κουλούρι σε σχήμα 8 με αυγό βαμμένο

αφεντική  = κύριος δημόσιος  δρόμος

αφερίμ = μάλιστα -μπράβο  - εύγε

αφρύανο  = φρύγανο αγκαθωτός θάμνος

άχανε = άνοιξε το στόμα (άχανε και κάμμα = άνοιξε το στόμα και κλείσε τα μάτια)

αχέριστο = αθέριστο

άχερο = άχυρο

αχερώνας = αχυρώνας

αχήρι = αθήρι  ποικιλία άσπρου σταφυλιού

αχιλούα = σαύρα

αχιόλι = χέλι

αχλαουνιά = αγριαπιδιά

αχλαούνι = ο καρπός της αχλαουνιάς που τρώγεται

αχνάρι = χνάρι

αχρολάκι = η χόβολη

αχρούμπα = θυμάρι

αχταπόι = χταπόδι

αχταρμάς = το βαθύ σκάψιμο του χωραφιού για να βγει το κάτω  χώμα στηνεπιφάνεια  Μεταφορικά: Τα άνω κάτω

αχχάνι = το κοτσάνι του καρπού

άψη = στο αποκορύφωμα  

 

λέξεις από  β

βαζάνα  - βαζανιά = μελιτζάνα - μελιτζανιά

βαΐζω =  επιμένω σε κάτι (εκειά  εβάϊσε )

βαϊλίζω = ασχολούμαι με κάτι –νταντεύω -περιποιούμαι (βαρέθηκα ποιο να σε βαϊλίζω)

βάξιμο = γάβγισμα 

βαριό = βαρύ (το καπράτσι είναι πολύ βαριό)

βαριούμαι = βαριέμαι

βάσσει = γαβγίζει - φωνάζει κάποιος δυνατά. (τί βάσσεις τσά?= τί φωνάζεις έτσι?)

βάστα = κράτα

βαστώ = 1.  κρατώ (βάστα γερά)

  1. από που κρατά η γενιά (που που βαστάς εσύ?)

βασταός = το σύνορο ανάμεσα σε δύο χωράφια

βάστρα  = γλάστρα

βαστρί = κομμάτι ψημένου πηλού (θραύσμα )

βατεμένα = τα φίδια που ζευγαρώνουν

βαττεύκιω  = γονιμοποιώ

βατσέλα = μεγάλη λεκάνη

βάτσινα = βατόμουρα

βέρκια  = ξόβεργα

βίντζι = βαρούλκο

βίτσα = ραβδί 

βκαίνω = βγαίνω

βοθώ = βοηθώ

βολά = φορά (μια βολά κι ένα καιρό)

βολάρι = μικρός βόλος πχ από χώμα

βολέσει = αν μπορέσει να γίνει-πραγματοποιηθεί, αν έρθει βολικά (αν βολέσει  θα φέρω το λάι αύριο)

βολεί  = 1. ευκολία (έχασε τη βολή του)

  1. βολεί με = με βολεύει (βολεί σε νάρτω πόψε?)

βολετό = βολικό, χωρίς δυσκολίες

βολοτσακκώ = σπάω τους βόλους του χωραφιού.  Μεταφορικά – κάνω κάτι άσκοπο

βορβοτσιλίες = τα κόπρανα των αιγοπροβάτων

βόττα  = 1. στροφή  (φέρε μια βόττα το άλοο που τ΄αλώνι )

  1. περίπατος (πάω μια βοττα το παιί)
  2. τα βγάζω πέρα με κάτι (με τα μαεδιά που παίρνω, εν τα φέρνω βόττα)

βότυρος = το βούτυρο

βούα = αργαλειός

βούβες = υπόγειες αποθήκες για σιτάρι

βουδιές = κόπρανα αγελάδας

βούι και βόι = βόδι

βούλλες = ήταν οι μεγάλες σφραγίδες που άφηναν με τυπάρι οι Τούρκοι φοροεισπράκτορες πάνω στον μη δεκατισμένο σωρό του σιταριού. Η τυχόν αλλοίωση της βούλλας, συνεπάγονταν ότι ο ιδιοκτήτης έκανε φοροδιαφυγή.

βουνάρα = μεγάλο βουνό

βουνάρι = μικρό βουνό

βουνί – βουνιά = λόφος – λόφοι 

βουνός = σωρός (μάεψε τα φύλλα και κάμε τα ένα βουνό)

βουρβουλιό = πάρα πολλά  (το βουρβουλιό ειν οι σφήκες κι δα)

βούργια = σακούλι από πετσί ή υφαντό για την εργασία κρεμασμένο στην πλάτη-το χρησιμοποιούσαν και οι κυνηγοί.

βούριο = χαλασμένο αυγό ή νερό

βούρνα = γούρνα

βουρνί = φρεάτιο

βουστέρνα = στέρνα για να πίνουν τα ζώα

βρακώνω = εφαρμόζω - φτιάχνω τα ρούχα πάνω μου (πώς είσαι τσά, βρακώσου λλιάκι)

βράστη = ζέστη  (δω να ειν πολύ βράστη)

βρατινίζω = νευριάζω και το δείχνω με κινήσεις ή λόγια

βράυ = βράδυ

βροχιανή = η βροχερή μέρα

βυζακώνει = κολλάει σαν βεντούζα

Βυζιά του λαού (λαγού) = Λύκος του λάδανου. Είδος πόας  με κόκκινα άνθη,  με θύλακα γεμάτο  υγρό σαν μέλι το οποίο βγαίνει την άνοιξη κάτω από θάμνους. Το υγρό τρώγετε. Υπάρχουν δύο είδη, τα ποιο ροζ που τα λένε τριανταφυλλένια περιέχουν   περισσότερο  υγρό. 

βυτίνα = κοντό πιθάρι

βυτινάρι = μικρό και χοντρό πιθάρι με δύο ή τέσσερα αυτιά και μεγάλο άνοιγμα στο οποίο έβαζαν ελιές σύκα κτλ με αυτή μετέφεραν νερό.

 

λέξεις από γ

γάδαρος - γαδούρι  = γάιδαρος 

γαζιέρα = φορητή μπρούντζινη συσκευή ψησίματος φαγητού με πετρέλαιο

γάι = δαδί - ξύλο πεύκου εμποτισμένο με ρετσίνι που το χρησιμοποιούν για προσάναμμα στο τζάκι.

γαίμα = αίμα

γαλατούσα = το φυτό κώνειο,  που με επεξεργασία έβγαζε μια γαλακτώδες ουσία, την οποία χρησιμοποιούσαν για να πιάσουν τα χέλια από τις ρένες.

γαμάλας = χαρακτηρισμός σια κάποιον με κακή συμπεριφορά ή ατσούμπαλο  (μα τί γαμάλας πούσε)

γαμάλι = δαμάλι

γαπίζω = συμφιλιώνω, ταιριάζω 

γιαπρακόφυλλα = τα αμπελόφυλλα για ντολμαδάκια 

γαπώ = αγαπώ

γάρα = στομάχι

γάρνεψα = βαρέθηκα και δεν έκανα κάτι που έπρεπε να κάνω

γάρπαρα = πήρα

γαυλός = δαυλός

γεβγέτισμα = ρεζιλίκι

γείρε = πλάγιασε

γεματώ  ή  γεματίζω = δοκιμάζω

γεμένο = δεμένο

γεμμάτι = δεμάτι

γεναίκα = γυναίκα

γεράνι = πηγάδι  

γερατίζει = αξίζει, χρησιμεύει σε κάτι / κατάλληλο (φτοδά το πιργιόνι έ γερατίζει)

γέρκιο =  κατόρθωμα - έκανε αυτό που ήθελε κάποιος έστω και αν δεν ήταν σωστό.

γεροντομοίρια = αυτά που αφήνουν οι γονείς για τα γεράματα τους.

γεσιά = δεσιά

για = ή  (για το’να, για τ’άλλο- ήρτες για έν ήρτες)

γικός = δικός (άνθρωπος)

γιακκώ και δακκώ = δαγκώνω

γιαμιάς = αμέσως (έν ε μπρόκαμα να τον φωνάξω και ήρτε γιαμιάς)

γιαπρακόφυλλα =  φύλλα κληματαριάς για γιαπράκια

γιαρένης = φιλοξενούμενος ξένος, φίλος

γιαττάκι = κρεβάτι

γιμώννω = γεμίζω

γιόχτουρη = ίκτερος 

γιουρλατίζω = παίρνω φόρα

γιουτίζω = ταιριάζω – συγκρίνω

γιφούρκι = ξύλινο δίχαλο για να σπρώχνου τα ξύλα στον φούρνο.

γκιλώνω = ενοχλώ – πειράζω

γκινιάζω – γκίνιαξα = εγκαινιάζω – φορώ κάτι καινούριο (γκίνιαξα τα παπούτσια)

γκολλώ = κυνηγώ κάποιον

γκώννω = κάνω να εξέχει κάτι

γλεπιός =  φύλακας 

γλέπω = βλέπω

γλημόρι = μνήμα 

γλήορα = γρήγορα 

Γληόρης = Γρηγόρης

γληφόνι = φλισκούνι. Είδος μέντας συγγενής του δυόσμου 

γλυκατσούα = κάτι πάρα πολύ γλυκό

γοντάγρα ή δοντάγρα = τανάλια

γούλα =  1.  λαιμαργία (με τη γούλα του μπαλεί)

  1. τα ούλα

γουλειά = δουλειά

γουλεύκω = δουλεύω

γουμάρι = φορτίο – βάρος

γουρνιάζω = κλαίω δυνατά

γραμυθιά = τερέβινθος ή τσικουδιά ή κοκκορεβυθιά θάμνος-δέντρο

γραμύθι = ο καρπός της γραμυθιάς ο οποίος τρώγεται

γράμματα = οι ψαλμοί της εκκλησίας (σήμερα η εκκλησία έχει πολλά γράμματα)

γραπάνι = δρεπάνι

γράφω = μεταβιβάζω (θα σου γράψω το χωράφι)

γρικώ = ακούω

γρίσπα ή γρισπίτσα = είδος βελόνας κεντήματος

γροσιά = δροσιά

γτί = γουδί

γτόχερο = αυτό που χτυπάς στο γουδί

γυαλικό = ντουλάπι με τζάμι για γυάλινα είδη

γυαλοκοπά = γυαλίζει, λάμπει από καθαριότητα

γύρου = γύρω

γώμα  το=  χωμάτινη στέγη με πατελιά

 

λέξεις από δ

δακκώ = δαγκώνω

δάχτυλας =   αντιχειρας

Διάκος = 1. ψάλτης (σύμφωνα με τον Σταυριανό Ρεουλλά).

  1. αυτός που πήγαινε πάνω από μια φορά στους Αγίους Τόπους (σύμφωνα

                     με τον Ιωνά  Λαμπριανό)

Και στις δυο περιπτώσεις έμπαινε ως πρώτο συνθετικό στα επίθετα της Σορωνής: Διακολαμπριανός, Διακοφιλιππής, Διακοσταυριανός, Διακονικόλας, Διακογιάννης.

διακονιάρης = ζητιάνος

διάλα και διαλίστρα = χτένα

διαλέστρι = εκθλυπτικό δικαίωμα, το δέκατο

διαλοούμαι = συλλογίζομαι

διαλώ = διαλύω – διαχωρίζω- χτενίζομαι 

διαπολώ = τρέχω- καλπάζω

διάτες = στοίχημα – είδος παιχνιδιού με κόκαλο της κότας.

διατίζω ή βιατίζω = προοδεύω ή και κάνω γρήγορα μια δουλειά (φτος δα εν διατίζει στο μάεμα των ελιών)

διμέλια = τα δίδυμα

διμηνήτης = είδος σταφυλιού πολύ πρώιμου (μαύρο)

δισάκκι =  διπλός σάκος που κρεμόταν στον ώμο ή στα ζώα

δκυό = δύο

δραγάτης = αγροφύλακας

δραμουντάνα ή γραμουντάνα = τραμουντάνα ο βόρειο δυτικός άνεμος

δροσόλι = τρυφερός βλαστός

δωνά – δωνά πέρα = εδώ - ακριβώς εδώ.

 

λέξεις από ε

εβά = εδώ

εβώ = εγώ

έγκραξε = αποκόλληση και πτώση τοίχου ή  χώματος από πλαγιά.

εία - είε = είδα - είδε

έι  ναι = δεν νομίζω- αποκλείεται (ερωτ.:  ννα πάς στη Χώρα ? απάντ.: έι ναι)

είς = δεις   (έλα να εις τι έκαμες)

εκειά  = εκεί

Ελένα = Ελένη

Ελίας = Ηλίας

εμπωμα = έμπα

έν = δεν

ε  ννα  = θε να (ε ννα ψουννήσεις σήμμερο?)

ένι = ναι? συμφωνείς? ( νάρτεις αύριο να μας βοθήσεις στο κλάος, ένι?)

έξινος = ξινός  (χαρακτηρισμός: έ τον έξινο)

έξηψα = κάηκα

επιλοήθηκε = έδωσε το παρόν – ακούστηκε

επίλοσε = γέμισε 

εποβιαλλώθηκα = έπεσα και χτύπησα

επόκαμε = κουράστηκε πολύ

έρκεψα = άρχισα

έρκουμαι = έρχομαι

ερεικιά = ο θάμνος ρείκι 

ετσά ή τσά = έτσι  (μιέ τσά, μιέ αλλιώς = ούτε έτσι, ούτε αλλιώς)

εύρε = βρες

εφτό = αυτό

έφτω = ανάβω /  ήψα – ήψες = άναψα - άναψες

εχάργιου = νόμιζα (εχάριου και ννα πάενες σήμερο στη χώρα)

εχάργε = νόμιζε

εχάφτειν το = το έφαγε, το κατάπιε  

 

λέξεις από  ζ 

ζα ή αζά  = ζώα

ζάβαλλε = καημένε  

ζαβλοπατώ = περπατώ από δω και από κει σαν μεθυσμένος

ζαβός = παλαβός – ανόητος

ζαλάπαλα = βήματα

ζάφτι = καταφέρνω να ελέγξω ή να επιβάλω κάτι (φτοδά τον μικρό εν το κάμνω ζάφτι)

ζαφτιές = ο χωροφύλακας

ζβέλτα = γρήγορα

ζέμα = όργωμα

ζέννει = βρωμάει

ζέχνω = οργώνω

ζευλώνω = ζεύω τα ζώα

ζηλεύκω = ζηλεύω

ζίζικας=  τζίτζικας

ζιμπίλι = το πλέγμα από βούρλα ή χοντρή τρίχα που έβαζαν την ελαιοζύμη

ζιντάνι = βαθύ σκοτάδι

ζιώ = ζω

ζουλάππα = παραώριμος καρπός

ζούμπερα = τα μικρά ζώα

ζυμαρική = λεκάνη στην οποία έκαναν το ζυμάρι

ζυός = ζυγός

 

λέξεις από  θ

θέκτω = πλαγιάζω – κοιμάμαι

θέλημα = η άδεια του γάμου

θελιά = θηλιά

Θεορής  = Θεόδωρος

θεοτικό = νερό της βροχής – το χρησιμοποιούσαν για λούσιμο

θερίο = 1. θηρίο

  1. πολύ μεγάλο. (φτηδά η ελιά είναι θερίο πράμα, πώς ε ννα τη τεγκλήσω?)

θέρμη = γρίπη , πυρετός

θήμισο = αυτό που μοιράζεται  σε ίσα μέρη

θκειά = θεία

 

λέξεις από  ι 

ίγρος = ιδρώτας

ικέντρι = βουκέντρα ειδική βέργα για το όργωμα

ιναί = ναι

ισάκκι = σάκος για τον σπόρο

ίσκια = προς (κατεύθυνση) ίσκια πάνω – ίσκια κάτω – ίσκια πίσω – ίσκια μπρός

 

λέξεις από κ

κάβνταλο = πάρα πολύ καμένο (ξάννα και ννα γένει το κκιαπάπι κάβνταλο / πρόσεξε γιατί οι μπριζόλες θα γίνουν κάρβουνο)

καγιά = βράχος

καζαναριό = αποστακτήριο

καζαντώ = πλουτίζω (φτος δα εκαζάντησε που φτη τη δουλειά)

καζίκι = 1. ξύλινο  παλούκι συνήθως πάνω του δένανε τα ζώα

  1. μεταφορικά το χρέος

κάθα ή κάχα = κάθε

καθερνώ  = καθαρίζω

καϊσι = βερίκοκο

κακκαρώνω = πεθαίνω – δεν αντέχει κάποιος να τελειώσει κάτι (εκακκάρωσέ ντα                  τούτος)

κακομά = κακομοίρα / κακόμε = κακόμοιρε  / κακόμο ή κακόμοιτσο = κακόμοιρο

κακοπάει = πάει κάτι άδικα

κακόρεσκος = αυτός που δεν του αρέσει (ρέσκει) τίποτα

κακοφόρμησε = όταν ένα τραύμα μολύνεται

καλαμάγρα = Βέλιουρας ή Σόργος ο Χαλέπιος (αγριόχορτο)

καλαμοκάνι = καλάμι περίπου 50 εκ. που έμπαινε στον αδραχτά και μάζευε το νήμα

καλαφούνα = μεγάλη φωτιά

καλλικώ ή καλλικιεύκω = καβαλάω

καλόκατσα = κάθομαι κάπου πολύ ώρα

Καλοπετρενός = ο νότιο ανατολικός άνεμος Σιρόκος. Από την κατεύθυνση του μοναστηριού της  Παναγίας της Καλόπετρας. (Ο ποιό κακός χειμωνιάτικος καιρός για το χωριό, που όταν έπιανε κρατούσε πάνω από 8 ημέρες, σύμφωνα με τον Σταυριανό Ρεουλλά)

καμαριτάρια = σαμπρέλα

καματεύγω = ασχολούμαι με κάτι - προοδεύω στη δουλειά

καμμίσω =  1.  κοιμηθώ (πάω να καμμίσω)

  1. πεθάνω (όταν καμμίσω θα πάρεις το χωράφι)

καμμώ = 1. κλείνω τα μάτια - γλαρώνω

  1. όταν μετράω-φυλάω στον κρυφτό

καμουζέλα  = μασκαράς - αποκριάτικη αμφίεση 

κανάς = κανένας (κανάς κάττης ενάταν που τα πέταξε κάτω)

καννεύκιω ή καννεύγω = σημαδεύω

καννίρης = γκαβός

καννιρήζω = σημαδεύω με το ένα μάτι κλειστό

καννί = δοχείο για ανθόνερο

Καννιό = Κατερίνα

κανοτιέρα = είδος φανέλας χωρίς μανίκια 

καντάρι = ζυγαριά με κοντάρι

κανταρμάς = σιδερένιο καπίστρι για ζώα που σέρνουν κάρο

καντηλανάφτης = Μακρόγλωσσος - μικρή πεταλούδα που το βράδυ πηγαίνει στο αναμμένο καντήλι

κάντιο = διαυγές  πχ νερό –λάδι

κάντρο =  κάδρο

καντούνι = γωνιά

Κάος =  καλικάντζαρος, υπνοβάτης (τί τριγυρίζεις  βραδιάτικο σαν τον νυχτοκάο)

καουνιάζω = ζαρώνω, μαζεύομαι 

κάουρας= κάβουρας

καουρόλασπη = πολύ μαλακιά λάσπη σαν χυλός. Μεταφορικά = για τους ανεπιθύμητους (καουρόλασπη πούσαι)

καπνίζω = θυμιάζω

καπότο = κάπα

καπράτσι = κουβάς

καράολας ή καλάορας ή καλάουρας = σαλίγκαρος 

καραώνω = παραγεμίζω

καρβέλια = τα ξύλα που εξέχουν από το σαμάρι και δένουν τα σχοινιά

κάργα = πολύ

καρδιαλής = τολμηρός

καρκαθιά = η κουτσουλιά της κότας

καρκαλεύγουμαι  = γαργαλιέμαι

καρναπίτι = κουνουπίδι

καροστιά = θράκα - σωρός από αναμμένα κάρβουνα

κάρσα = κάλτσα

καρσί  = αντίκρυ, απέναντι

καρύδκια = καρύδια

καρύι ή καρύ  = λαρύγγι

καρφέττης = καθρέπτης

κασαβέττι = στενοχώρια

κασιά = εκεί που πάνε να γεννήσουν οι κότες το αβγό

κασκαβάλλι = τυρί κασέρι

κασκαρίκα =  το κατάφερμα

κασκόρι = λεπτό μαντίλι – σκουφομάντιλο

κάσση =  βρωμιά 

κατάκατσε = κάτσε καλά , ησύχασε ( χα κατάκατσε πιο) 

καταλαλητής = κατήγορος

καταπαλίκι = πολύ φορτίο – μεγάλη ποσότητα - μεταφ. Μεγάλη φασαρία 

καταπότης  = το κεντρικό αυλάκι ποτίσματος

κατατάφι = νεκροταφείο

Καταχανάς = αυτός που γυρίζει τις νύχτες χωρίς  λόγω κάτι σαν δαιμόνιο ή βρικόλακα όπως θα λέγαμε σήμερα..

κατελώ = τελειώνω – καταναλώνω κάτι

κατέφλι = κατώφλι  σκαλοπάτι πόρτας

κατώρτε = πήρε την κάτω βόλτα (με φτή την αρρώστια εκατώρτε ποιό)

κατούνα = μεγάλος σωρός από ρούχα - μπόγος 

κατουρίδι = κληματόβεργα 2-3 μέτρων, που χωρίς να την κόψουν από την κληματαριά, την φυτεύουν για να δημιουργηθεί νέα.

κατράνι = ξύλο μεγάλης αντοχής που δεν το πιάνουν σκουλήκι

κατσαμπρόκκος = εργαλείο τσαγκάρη και κατ επέκταση ο τσαγκάρης

κατσαρό = μικρό μεταλλικό δοχείο για γάλα ή φαγητό

κατσί = θυμιατό

κατσίρδησε - κατσιρδίζω = ξέφυγε – το έσκασε από κάπου  (ε κατσίρδισε ντη που τους χωροφύλάκους)

κατσουνάς = 1. μακρύ ξύλο σαν μπαστούνι για να κατεβάσεις κλαδιά με καρπούς

  1. κλαδί πεύκου ξεφλουδισμένο με πολλά χαλιά (παρακλάδια) στα

                           οποία κρεμούσαν τα κουλούρια της λαμπρής

κατσουρό = το σγουρό  πχ  μαλλί

κάττης  = γάτος  κάττα = γάτα    καττί = μικρό γατάκι

καφάμπρικο = το μπρίκι για καφέ

καφίζι = δοχείο μετράρι  ( 5 κιλά )

καφκάλλα = κεφάλι (μα τι καυκάλλας που σαι)

καχένας = καθένας

καχίζω = καθίζω

καχιαλάς =ξύστρα του ζώου

καχώς = καθώς

κάψαλο = το καμένο χωράφι που θα καλλιεργηθεί

κάψη = κάψα, πολύ ζέστη 

καώματα = καμώματα

καωματού = αυτή που κάνει διάφορα καμώματα - ανακατώματα.

κεβερσελές = αρρώστια της πέτρας πασπάρας που την μαδάει

κειά = εκεί

κελεπούρι = το πολύ καλό πράγμα – αυτό που βρίσκεις τζάμπα, ανέλπιστο απόκτημα 

κεντί = απόγευμα

κεντρούνι = κεντρί

κεπαρίσι = κυπαρίσσι

κεππούλι = μικρός κήπος

κερατάρια = τα ξύλα του ανεμόμυλου που πάνω τους έδεναν  τα πανιά

κερατιά = χαρουπιά. Από την αρχαιοελληνική λέξη κεράτιον, για το χαρούπι.

Κερεκή = Κυριακή

κερετσές = ξύλα για εμπόριο

κερίζι = χτιστό αυλάκι νερού

κεφαλαριά = το εσωτερικό μέρος του χαλιναριού που εφαρμόζει στο κεφάλι

κεχρί = καλαμπόκι

κίκλα = το πουλί τσίχλα

κίττικα = σπάνια

κείττουμαι = είμαι ξαπλωμένος

κειττουρούμισσα = η κατάκοιτη που δεν μπορεί να σηκωθεί

κκιόλλα = λίμνη

Κκεγκούλλα = Παρασκευή (όνομα)

κκέλης = φαλακρός

κκασάπης = κρεοπώλης

κκασαπιό = κρεοπωλείο

κκιαπάπι = το ψητό κρέας στα κάρβουνα

κκιαπράζι = το ακόνισμα του πριονιού και το άνοιγμα των δοντιών.

κκιόρος = αυτός που δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα

κκιράς = το ενοίκιο

κκούρος = ο χωρίς μαλλί κουρεμένος με την ψιλή

κλαεφτίρι = πολύ μικρό δρεπάνι

κλαΐ  = κλαδί

κλάος = κλάδεμα  - πάμε στο κλάος (αμπελιού)

κλειαριά = κλειδαριά

κλειδιά = τα αυλάκια στο χωράφι που δημιουργούν ζικ ζακ και φυτεύονται

κλείω = κλείνω

κλειώνω = κλειδώνω

κλιματσούα = μακρύ κλαδί αμπελιού

κλουφώ και κλουθώ  = ακολουθώ

κλωσσαριά = κλώσα κότα

κνάζουν = ωριμάζουν - κναστό = ώριμο

κόβγω = κόβω

κοζάρης = καχεκτικός

κοκιά = τόσο μεγάλο (κοκκιά μου γουμάρι – μεγάλο φορτίο / κοκκιά μίαλος - πάρα πολύ μεγάλο)

κόκκα = τσάκιση

κόκκιασε =  δεν είναι πια κοφτερό πχ μαχαίρι, πριόνι.

Κόκλανος  = Κέφαλος  (ψάρι )

κολάι = ευκολία

κολητσία = Κολητσόχορτο

κολοκάσσα = Καρλίνα ή Ατρακτυλίς η κομμιοφόρος ή μαστιχάγκαθο.  Στο μοβ άνθος εκκρίνεται  μια ουσία. Αυτή η ουσία κάτι σαν λιβάνι, συλλέγονταν από τα παιδιά και την χρησιμοποιούσαν σαν τσίχλα - πίσσα όπως την έλεγαν.

κολοσέρνω = σέρνω κάτι πίσω μου

κολοσσαφάς = έντερο χοίρου που παραγεμίζετε με ρύζι

κόμα = ακόμα

κομματσούλλι = κομματάκι - μικρό κομμάτι.

κόνδυλας = το καλάμι στο οποίο έδεναν σφουγγάρι και άλειβαν τα αλόθια (άγουρα σύκα) με λάδι για να ωριμάσουν γρηγορότερα 

κοντυλιάζω = κόβω σε μικρά κομμάτια τα κλαδιά 

κουνιού = κουνήσου, κάνε γρήγορα

κοντοβόττι = μικρός ελιγμός

κόξα = σουλούπι  

κοπάι = κοπάδι

κοπελλάκι = αγοράκι

κορασάνι = μείγμα από κοπανισμένο βαστρί με ασβέστη και άμμο

κόρδινος = κόσκινο με μεγάλες τρύπες για το σιτάρι ή κριθάρι - κορδινίζω

κορνάκια = ζωηροί νέοι

κορφάδια = χοντρά καδρόνια κυρίως από κυπαρίσσι για κατασκευή της σκεπής. 

κόττι = χοντρό σακάκι

κόττου βόλου = χωρίς αιτία

κουβάνι = κυψέλη

κουγιάζω =1.  μαζεύομαι σε μια γωνιά

  1. κοιμάμαι 

κούε = άκου – κούεις = ακούς

κουινέρνω = ειρωνεύομαι - κοροϊδεύω

κουκκιάζω = ρίχνω αλατοπίπερο  -- ρίχνω φαί στα ζώα

κούκκουρα = πολύ ξερά – στεγνά (φτά είναι ξερά κούκκουρα )

κουκουλάς  = βοσκός

κουλουβάχατα = ανακατεμένα

κουλούκι = μικρός σκύλος

κούλουμπας = λάκκος με στάσιμο νερό

κουλουμπώ = κολυμπώ

κουλουμπιτές = πράσινες ελιές στην άλμη

κουλούμπρα = η καρδιά των λαχανικών

κούμελο = τζάκι

κούμνα = στάμνες μεγάλες με στρώση αλοιφής

κουμούλη = σωρός χώματος

κουμούλια = το χώσιμο της κληματαριάς για την καλύτερη καλλιέργειά της.

κούμουλλο = πάρα πολύ γεμάτο (ε κουμούλλωσες το πιάτο με το φαί)

κουμουστιό = χαρακτηρισμός μικρών παιδιών για πείραγμα

κουμπάνια = η ποσότητα του προϊόντος που αποθηκεύεται για να χρησιμοποιηθεί στο διάστημα μιας χρονιάς.

κουνάρα = μεγάλος κρότος

κουναρώ = σπάω κάτι (ε κουνάρεισε τα πιάτα)

κουνναράς = κουκουνάρα

κουνέττα = αυλάκι στην άκρη του δρόμου

κουνιά = κόλλυβα

κουνιού = κουνήσου, κάνε γρήγορα 

κούννα = κουκούτσι

κουννί = κόκκος

κούνουππας = κουνούπι

κουντούρης = σκύλος με κομμένη ουρά 

κουντράτο =  συμβόλαιο

κούππα =  μπρούμυτα

κουππάζω = γέρνω σε μια μεριά - αναποδογυρίζω κάτι

κουππές = θολωτή ταράτσα φτιαγμένη από κορασάνι

κουράι = κοπάδι

κούρβα = στροφή

κουριέρα = λεωφορείο

κουρελού = χαλί φτιαγμένο στον αργαλειό από λωρίδες άχρηστων υφασμάτων.

κουρκουνώ = κάνω θόρυβο  ( κουρκουνούσα την πόρτα σου κ’έν έκουες).

κουρκούταβλος ή κροκκάς = Το κροκοδειλάκι, Stellagama stellio  η γκρίζα μεγαλόσωμη σαύρα των ελιών, χαλασμάτων.

κουρσούνι = πολύ βαρύ

κουρταλάκια = παλαμάκια

κουσκουλίθρα = ο κορμός της παπαρούνας

κουσκούνι =   μικρό γουρούνι                        

κουσουμέρνω = δοκιμάζω τον απέναντι μου στα λόγια

κούσπα  = μικρή σπηλιά

κουτάλα = ώμος (ήβγε η κουτάλα μου )

κουταλοθήκη =ειδικό ξύλινο  για την τοποθέτηση κουταλοπίρουνων-μαχαιριών που κρεμόταν στον τοίχο  

κουτέλλα = μεγάλο μέτωπο

κουτλίζω = νυστάζω

κούτουλο = κέρατο

κουτσάφλης = ο κουτσός – αυτός που έχει πρόβλημα στα πόδια

κουτσουλλώ / κουτσούλλημα  = κορφολογώ κόβω την κορφή βλαστού (αμπέλι )

κουτσούρα = κούτσουρο, μεγάλος  χοντρός κορμός - ρίζα

κουτρουβάλι - κουτρούβαλος = αγριελιά σαν θάμνος

κουφόβραση = ζέστη χωρίς ήλιο

κουφό = κούφιο  (φτοδά το ξύλο είναι κουφό)

κουφώ = ανασηκώνω / κούφισε = σήκωσε (κούφισε την πατανία / σήκωσε την κουβέρτα) 

κουφτιό = ο γκιώνης, μικρή κουκουβάγια

κοφίνα = κόφα, μεγάλο κοφίνι

κόφτω = τρέχω

κόφτει = νοιάζει - τί σε κόφτει = τι σε νοιάζει

κοψιό = πολύ γρήγορο τρέξιμο (είε μια φίάκλα και έκαμε ένα κοψιό)

κράϊ = παγωμένη πρωινή δροσιά που καίει τα φυτά –παγετός και το κρύο

κράνος = είδος τζίτζικα που η φωνή του μοιάζει με  κρά-κρά

κρασοψιχιά = είδος περικαφτής που τη βουτούσαν στο κρασί (συνήθως πρωινό)

κρεβατίνα =  κληματαριά υπόστεγο

κριάς  = κρέας

κρόκινο = κίτρινο

κρομμύ = κρεμμύδι

κρουκέλα = ο κρίκος

κρύπαρε = έσπασε – έσκασε

κυρά λεσένη = ουράνιο τόξο

κυράτσα = η κυρά του σπιτιού που είναι προσεκτική στις δουλειές της.

κωλοσφούγκι = χαρτί υγείας

 

λέξεις από  λ

λαβούι και δωνάρι = εργαλεία για το άνοιγμα του βαμβακιού για να γίνει πάπλωμα

λαγκονιά = δασωμένη κοιλάδα 

λαδικό = μικρό δοχείο λαδιού

Λάζαρος =  το ψωμί που προσφέρετε μετά την κηδεία συνήθως σε αυτούς που έπιασαν το φέρετρο και τα στεφάνια

λάι = λάδι

λαϊνι = μικρή στάμνα με δύο αυτιά και μικρό στόμιο για νερό

λαλώ = διώχνω τα ζώα

λαμένω = περιμένω

λαμπαδίνα = ηλεκτρική λάμπα

λαμπίκο = πολύ καθαρό

λαμπριώτης = το κατσίκι που σφάζεται ο Πάσχα

λαομάνος = κανάτα

λαόμυλος  = ελαιοτριβείο

λαός = λαγός

λάου λάου = σιγά  σιγά 

λαούμι = σήραγγα  σκαμμένη στο βουνό συνήθως για εξαγωγή νερού

λαουνιάρης  = λαγωνικό σκυλί

λαούτες = τα δοχεία του μάγκανου που γεμίζουν με νερό

λατσωμένος = λερωμένος

λατσώνω = λερώνω.

λαφάσσω  = λαχανιάζω

λαφατός = λαχάνιασμα

λέθω =αλέθω

λείψου με = παράτα με

λεσπέρης  = γεωργός

λεφούσα = λεχώνα

λιβάι = λιβάδι

λιένη = πήλινη λεκάνη με αυτιά και με  ιδιαίτερη θέση για σαπούνι

λιζιάρι = πατόφτιαρο, φτυάρι χωρίς καμπύλες ειδικό για σκάψιμο.

λικοτίζω = καθυστερώ

λίλλιρας - λίλλιρη  = ιλαράς

λιμασμένος = πεινασμένος 

λιμόγντουρο = ο λαίμαργος

λιμπίζουμαι  = βλέπω κάτι ωραίο και το επιθυμώ

λλίο = λίγο

λλοκοπώ = το κόψιμο των θάμνων και καθάρισμα του χωραφιού

λλόου μου  = για μένα 

λλόου σου = για σένα

λοαριάζω = λογαριάζω

λονάρι = κουρέλι

λόππια  =  φασόλια ξερά

λοπούττα =  το μεγάλο ξύλο

λουβκιάρης  = λεπρός

λούγκρα = θηλυκός χοίρος

Λούκας = Λουκάς

λλουκκέρνω = καταπίνω με λαιμαργία

λούκου  λούκου  = φάε  φάε

λουμάκι = τρυφερό βλαστάρι

λλούππης =  γύπας

λουτριά = πρόσφορο

λούτσικας = λόξυγκας

λολλός = τρελός

λω = καλέ   (λω  μάνα / λω μάμμη)

λώνεμα = αλώνισμα 

λωνεύκιω = αλωνίζω

 

λέξεις από  μ

μάγγανο = 1. ελαιοτριβείο

  1. μηχανισμός για την άντληση νερού από το πηγάδι.

μαγιάζω = ζευγαρίζω την άνοιξη για να σπείρω τον χειμώνα

μαγιασίλι = πολυλογία

μαειρεύκω  = μαγειρεύω

μαϊδιά ή μαεδιά = χρήματα

μάεψη = σύναξη, μάζεμα 

μαεύω ή μαεύγω= μαζεύω (μάεψέ τα και πάρτα που δω να, μαεύγω καλαόρους)

μαθένως μου = για θα –σάμπως – σάματις -  έκφραση αμφιβολίας (μαθένως μου εννάρτει σήμμερο ο φέντης σου?)

μαϊνάρω = καλμάρω

μακκαράς = τροχαλία

μακκέλα = ξύλινη καγκελωτή πόρτα

μακκελοκόπηκα = κόπηκα βαθιά με μαχαίρι

μακούκκι = η σαΐτα -εξάρτημα του αργαλειού (έκφραση: πάει κι έρκεται σαν το μακούκκι)

μακρόλαμνο = μεγαλόσωμο ζώο

μακροτοίχι = ο τοίχος χωρίς παράθυρο απέναντι από την πόρτα του Σορωνιάτικου σπιτιού, στον οποίο κρεμάνε τα πιάτα κτλ.

μαλαή  η  = το μείγμα ρυζιού με κρέας για τα ντολμαδάκια ή καππαμά. 

μαλάϊ – μαλάϊ = όταν κάποιος και ανακατώνεται σε διάφορες καταστάσεις

μαλαφούνα = Η ειδική θήκη για την μεταφορά των βερκιών (βέργες - ξόβεργες)

μαλλάς  = μυστρί

μάλλενο = μάλλινο

μαλατσούκια = μικροπράγματα

μαλάκκα = ζεστό ψωμί βουτηγμένο σε λάδι και μέλι ή πετιμέζι

μαλάσσω = ανακατεύω - μαλάσσω την λάσπη  και με τον μαλλά την πετώ στον τοίχο

Μαλόλης – Μάνιος  = Μανόλης

μαμμαλώ = μπουσουλώ

μάμμη = γιαγιά

μαμμούι = Το έντομο ψήνας (Blastophaga psenes) το οποίο είναι υπεύθυνο για την γονιμοποίηση του σύκου

μαμμουλώ = μασώ χωρίς δόντια

μάνα  μάνα = το λες σε φάση πανικού ( μάνα μανα εξώχυσε το λάι που το πιθάρι)

μανάαα = πω- πω (με θαυμασμό)

μαναστηρι = μοναστήρι

μάνι  μάνι = γρήγορα

μαννάρι = μικρό τσεκούρι

μάντα και μαντί = παιδικό παιχνίδι με ξύλα

μαντάλι = 1. περίφραξη του χωραφιού με κλαδιά για την αποφυγή των ανέμων,

  1. αναβαθμίδα

μάνταλο = απλή κλειδαριά πόρτας

μανταρένι = μανταρίνι

μαντζούνι = ζάχαρη ή μέλι με σησάμι, καρυδιά, αμύγδαλα

μαντίλα = πετσέτα προσώπου από ντόπιο χοντρό ύφασμα

μαξούλι = παραγωγή, σοδειά

μάουλα = μάγουλα

μάππα = μπάλα

μαραφέττι = κάποιο αντικείμενο –πράγμα

μαριέλι = μαύρο βελούδο με αραιό κέντημα από κίτρινη μεταξωτή κλωστή για το τελείωμα της βράκας –απόδιονας- της γυναικείας φορεσιάς

μαριούνι = μικρό καλάθι (πανέρι) που έβαζαν ψωμί και το κρεμούσαν στον τοίχο

μαρκούτσο = λάστιχο ποτίσματος

μαρμάσσω = περπατώ (έκφραση - αυτή η δουλειά δεν μαρμάσει δηλ. δεν προχωρά)

μαρτολούλουο = χαμομήλι

μασάττι = ακόνι

μαστίχα = ούζο

μαστραπάς = αγγείο  νερού

ματσί το  =  μικρό μπουκέτο από λουλούδια

ματσιών των = η Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης  επειδή προσφέρουν ματσιά από λουλούδια

ματσόαλο = μακαρόνια μαγειρεμένα με γάλα

ματσόξυλο = ξύλο που ανοίγουν φύλλα ζύμης

ματσώνω = παίρνω αρκετά μεγάλο  φιλοδώρημα

ματτάκι  = τσιμπούρι

μαυρουλλί = μαύρο σουσάμι

μαχαμούρης = αυτός που ξυπνά άκεφα το πρωί

μαχιά = λαβίδα για τα κάρβουνα

μαχίστηκα = βαρέθηκα πολύ – μπούχτησα

μάχλα = μεγάλο κομμάτι ψωμιού

μαώ = μαδάω

μεϊτάνι = άπλα – ευρύχωρα – πλατεία (έπεσε  στο μειτάνι)

μελαχρούμπι = το περισσότερο ανθισμένο και αρωματικό  θυμάρι  

μελεούνια = πάρα πολλά – εκατομμύρια

μερί = γοφός

μερκιά = μεριά

μερολαώ = ηρεμώ  - μερολάϊσε κομμάτι = ηρέμησε λίγο

μεσάλι = πατσαβούρα – τεμάχιο από παλιό άχρηστο ύφασμα για καθάρισμα   

μετακέλλα = πήγαινε πιο πέρα (χά, μετακέλλα παρα κεί - άντε πήγαινε ποιό πέρα)

μετόχι = περιοχή που σπέρνεται 

μεχούκλι = πολύ μεθυσμένος

μιάλο - μίαλος = μεγάλο - μεγάλος (και μιάλος γιός - φτηδά η κουτσούρα είναι κοκιά μίαλος)

μιέ = 1. ούτε (μιέ τσά μιέ αλλιώς)

  1. δεν (μιέ ξέρεις που ήταν).

μίλη = προσχώσεις του χωραφιού από χώμα που κουβαλά η βροχή

μίλλα = λίπος του χοίρου

μιξασιά = το δέντρο Όξος. Παράγει κίτρινους σφαιρικούς καρπούς τα μιξάσια, που με ειδική επεξεργασία έφτιαχναν τι ξόβεργες.

μισερός = ο άνθρωπος που έχει κάποιο πρόβλημα και δεν μπορεί να δουλέψει

μισή = νηπιαγωγείο

μισοκίλι = σιδερένιος κουβάς μετράρι (20 κιλά )

μισοκούτρουλλα = προχειροδουλειά (έκαμές τα μισά και μισοκούτρουλλα)

μισοούρανα = πάρα πολύ ψηλά

μετί = ναι – έτσι είναι

μοιρέρνω = σημαδεύω

μοναχοφάς = τα θέλει όλα δικά του

μονή = κουβέρτα

μονήμερος = είδος φιδιού δηλητηριώδες

μονιαμόναχη = ολομόναχη

μονολάϊ = συνεχόμενα – ολοκληρωμένα

μόραπας = μελισσοφάγος πουλί

μοσέ = ορκίσου

μοστοκαρφιά = γαριφαλιά

μοτόρι = βενζινοκίνητη αντλία νερού

μούζη = το μαύρισμα από τα κάρβουνα

μουίζει = όταν το ζώο χώνει το κεφάλι του μέσα στο φαγητό ή όταν ψάχνει ή σκάβει                  με την μουσούδα

μουκκαλιάζει = φωνάζει το ζώο όταν πονά ή πεινά

μούλλα -  μούλλα = πήγε αθόρυβα και ανακατώθηκε κάπου που δεν έπρεπε

μουνουργιά-μούνουρο = το δέντρο μουριά - ο καρπός μούρο.

μουνουχάρι = είδος μεγάλων σαλιγκαριών  

μουντέρνω = ορμώ

μούρκα = μούργα  - κατακάθι

μούρτα = προσβολή  (μα τί μουρτάρης πούσαι )

μούρωσε = πέφτει με τα μούτρα σε κάτι (μούρωσε και πάει)

μουσαφίρης = ο ξένος τον οποίο φιλοξενεί μια οικογένεια

μουσταρικός = ο παραγιός στις αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές

μουστουλίκια = ειδήσεις

μουστούχι =  φίμωτρο για τα ζώα (κυρίως γαϊδάρου)

μουτταλιά = το δέσιμο της μουσούδας  του ζώου 2 φορές για να το κουμαντάρει

μουτεμένος = η αδιαθεσία κάποιου  πριν εκδηλωθεί η ασθένεια

μουτσουνιάζω ή στραβομουτσουνιάζω = κατσουφιάζω

μουχούρτα = πήλινο βαθύ πιάτο

μπάλας = ανόητος

μπάλη = πάλη

μπαλεύκω - μπαλεύγω =   παλεύω

μπάλλος = μεγάλος πάσσαλος - στύλος

μπαλώ = καταπιάνομαι (μπαλώ να φτιάξω το μοτόρι - με το μπαλείς κιά πέρα?)

μπάλια μπούλιου = άλλα ντ’ άλλων, βλακείες

μπαλλούκκι = μικρός ξύλινος πάσαλο – μπαλλουκκώνω = το βάζω στη γη

μπανίνο = σάντουιτς

μπάουρας = μαύρο φάντασμα / ε ννα κατεβεί ο μπάουρας που τον αλαφάντη.

μπας = μήπως (μπας και ννάρτει σήμερο?)

μπεράτης = περάτης - μπάρα για να κλείνει η πόρτα

μπερτόδουλος = πολυμήχανος

μπιάλλωμα = έκτρωση - αποβολή

μπιαλώνεται = αποβάλει το παιδί

μπινιάς = ο δυνατός τοίχος – ασβεστωμένος

μπλάζω = ρίχνω κάτι παντού, τριγύρω

μπλέπω = βλέπω

μπουκκώνουμαι = βάζω μεγάλη μπουκιά στο στόμα

μπουλουστρίνα = τα χρήματα που δίνουν την πρωτοχρονιά ως δώρο

μπονοχαλιά ή μονοχαλιά = ο καιρός που είναι έτοιμος για βροχή - κακοσύνη

μπουράκκιο = παγούρι

μπορκί =το γυναικείο πουκάμισο 

μπούστα ή εμπούστα = δοχείο για φαγητό

μπρέπει = είναι κάτι ωραίο

μπρίζω = ξεχειλίζω

μπρίει = βγάζει νερό το χωράφι – μπριάρικο

μπροάλλω  = βγαίνω για να δω κάτι  - μπρόαλε να είς

μπροστενός = μπροστινός

μπυλιώνας = τοιχίο το οποίο περικλείει κάτι

μυζήχρα = μυζήθρα

μυριοχάρτι  = χαρτί με τα ονόματα των νεκρών για μνημόνεμα

μυρμιόγγιχτος = ευέξαπτος

 

λέξεις από  ν 

νάε =  κοίταξε / νάε τος = νάτος / νάε το = κοίταξέ το   ( νάετος να = κοίτα τον εδώ )

νακάτερα = ανακατεμένα

νακατεύκιω - νακατώνω  = ανακατεύω

νάκκα = φορητή κούνια για μωρά – αιώρα

νάξης = γκρινιάρης

ναξιλίκι = γκρίνια – παραξενιά  / όλο ναξιλικι είσαι 

ναόρεψα = σε ζητάω –  σε θυμήθηκα – σε έβαλε ο νους μου / ναόρεψα σε σήμμερο

ναουλιώ = νιώθω αναγούλα

νεκαρόνω  = κάνω τη φωτιά στο τζάκι να ζωντανέψει

νεμμά = φυτρώνει

νεμουκκά = φωνή  του ζώου

νεριάστηκε = ανακάλυψε και συνήθισε να πηγαίνει κάπου / νεριάστη ο λαός τα                         λάχανα

νεστορώ = θυμάμαι και αναζητώ κάτι που έχασα

νεσύρνω = ανασαίνω

νέτταρε = τελείωσε

νεχαράσει = μηρυκάζει, αναμασά την τροφή  

νεχρενές = όψιμος καρπός

νίβιουμαι = νίβομαι

νιώννω = 1. ξυπνώ  / ένιωσα που τα νυχατά

  1. αισθάνομαι / ένιωσα τον σεισμό

ννοώ = ξέρω να κάνω κάτι  / εσύ εν ννοάς τίποτα?

νοίω = ανοίγω

νοίξε = άνοιξε

νομάτοι = άτομα

νουκιανού = στο κάτω κάτω

νουννός ή νούννος = νονός

νουρά = ουρά

ντελλώνω  ή μπελώνω = στήνω ξόβεργες

ντεροκόβιουμαι = τρομάζω  / ε ντερόκοψές με

ντερολώ = τρέμω  

ντζιάρα = μεγάλο πήλινο πιθάρι ( 200 κιλών )

ντιριούμαι = διστάζω  – είμαι σε δίλημμα  / ντιριούμουν να πάω κειά

νυχατά = αυγή

νυχτιάστηκα = βραδιάστηκα

νώμος = ώμος

 

λέξεις από  ξ

ξαμώνω = συγκρίνω –παίρνω μέτρα

ξανάστροφος = ανάποδος

ξάννα = πρόσεξε / ξάννα  κειά  /  ξάννα πρέ μη πέσεις

ξάννιξα = έψαξα

ξάννιξε = ψαξε -ξάννιξε κεια μπας κι έβρεις το κλει (κλειδί)   

ξαννίω = ψάχνω

ξαννώ = φροντίζω – προσέχω - παρατηρώ - ξαννώ τα παιδιά  / ξαννώ τα ζά

ξεβουριαίνω = ξεκουφαίνω

ξεβρουλίζω = ξεμπερδεύω

ξεγκαθθίστηκα = πόνεσε η μέση μου από το βάρος (αγκάθα = σπονδυλική στήλη)

ξεκαντούνιασμα = Όταν βγάζεις στην φόρα κάτι κρυμμένο αντικείμενο ή κατάσταση

ξεκεφάλιση = πολύς θόρυβος που προκαλεί πονοκέφαλο

ξεκοπή = συμφωνία για την πληρωμή όλης την εργασία εκ των προτέρων -όχι με                 μεροκάματο  

ξεκουκουλώνουμαι = ξεσκεπάζομαι από κουβέρτες

ξεκούραος = ξεκούραστος (φτο το χωράφι είναι ξεκούραο)

ξελεμματικός = μόνος,  αλλά και βρισιά ( έ το ξελεμματικό )

ξεμαλίζω = κουβαλώ αντικείμενα με τον ώμο πχ τα τελάρα από το αμπέλι κτλ

ξεμισκιλλίζω = χωρίζω δύο κλωνάρια από το σημείο που ενώνονται

ξεμουτσουνίστηκα = έσπασα τα μούτρα μου

ξενερίζω = ξεβγάζω

ξεπαστρέβκιω  =  1. ξεκαθαρίζω / ξεπάστρεψα τα χόρτα 

  1. θανατώνω  / ξεπάστρεψα τις πούλλες

ξεπέθυμος = πολύ ορεξάτος

ξεπετραΐζω = καθαρίζω το χωράφι από πέτρες

ξεπιτέρνω = καταστρέφω ολοκληρωτικά (ξεπίταρές το ποιο)

ξεπόμπεμα = ο κουτσομπόλης

ξεπουγγίζω = βγάζω χρήματα από την τσέπη για να πληρώσω

ξεπουγγίστηκα = ξόδεψα όλα τα χρήματά μου

ξεπούλιασε = 1.  βγήκε από το αβγό

  1.   όταν το παιδί έχει αναπτυχτεί

ξεριώννω = ενοχλώ, χαλάω την ηρεμία  / ξέριωσές με που τον ύπνο

ξερνοκοπώ = κάνω συνέχεια εμετό

ξερονόμι = τα ξερά χόρτα 

ξεροχαμιούμαι = χασμουριέμαι

ξεροχύμιση = κρεμμύδια ψιλοκομμένα και τηγανισμένα σε λάδι

ξεσβούρωσε = ξετυλίχθηκε (ξεσβούρωσε μια φιδάκλα )

ξεσκάλλω = ψάχνω, σκαλίζω  κάτι / ξέσκαλα ούλα τα ρούχα για να το’βρω

ξεσκιάζω = χαλάω

ξεσπάστηκα – ξεσποιούμαι  = ξαφνιάστηκα – τρόμαξα  

ξεσπώ = τρομάζω  κάποιον

ξεστρουφίζω =  γυρίζω κάτι για να ξεσφίξει, 

ξεσυνοβιάλλω = ξεσηκώνω  / ξεσυνόβιαλές τον που το διάβασμα

ξετέλεψα = τελείωσα κάτι (δουλειά) ή κάποιον  (ξετέλεψές με ποιο)

ξετρομάκιασα = πάγωσα – κρύωσα - τουρτουρίζω

ξετσίνισε = φύτρωσε

ξεχαρβαλλωμένο = διαλυμένο

ξεχυρίζω = χωρίζω το σιτάρι από το άχυρο ή τις ελιές από τα φύλλα με την βοήθεια του αέρα.

ξήφτει = καίει πάρα πολύ

ξίνια = σήκωμα στους ώμους - να κάμω  ξίνια το παιί

ξιολώ = καθαρίζω αφαιρώντας τις ακαθαρσίες (για πηγάδι - χαβούζα κτλ)

ξόμπλι = παράδειγμα – αντιγραφή- πρότυπο (πήρα ξόμπλι τα πλουμιά – το κτίριο)

ξύ = ξύδι 

ξυλενο = ξύλινο

ξυνταίνω = φτιάχνω κάτι μυτερό (ξυνταίνω τα μπαλούκια για το αμπέλι)

ξυντηλό = μυτερό

ξυούμαι = ξύνομαι    

 

λέξεις από  ο

οβριοί ή οβριάκια = μικρά σαλιγκάρια 

ογγιά = μηδική 

ολίς = αλίμονο - αλί

ολόλαος = πολύ λερωμένος με λάδι

ολοσύχριστος = πάρα πολύ λερωμένος

ολούκα = το μεταλλικό αυλάκι  από το οποίο περνά το νερό που βγαίνει από τον                 ανεμόμυλο (τρούμπα ) για να πάει στο αυλάκι του χωραφιού.

οξω = έξω

οξωνούς = αυτός που δεν έχει ευθύνες, σκοτούρες, ανέμελο, αδιάφορο.

όπλα = οι γερανοί (πουλιά)

όροξη = όρεξη

ορφός = ροφός 

ούλλος = όλος

όφκιος = μαύρο φίδι

όχεντρα = οχιά

όχου = αχού

οχτρός = εχθρός

 

λέξεις από π

παγιά = κρύο

παγκανότες =  απολύτως τίποτα (ερώτηση: πληρώθηκες για την δουλειά που έκανες? απάντηση: παγκανότες)

πάγκος = οριζόντια ξύλινα ντουλάπια που άνοιγαν από πάνω. Τοποθετείτε στο μακροτοίχι του παραδοσιακού σπιτιού.

παέννω = πηγαίνω (παέννω κ’ έρκουμαι )

παζανάκκος = σύγαμπρος 

παϊρδώ – παϊρδησα = αποκάμνω - πάω να σκάσω (από φαΐ – κλάμα - γέλιο )

πακάκι = μικρόσωμο καχεκτικό παιδί

πάκκος = δέμα

παλαβγιάρης = παλαβός

παλάτια = σχέδια με ασβέστη στο χωμάτινο πάτωμα του σπιτιού ή στις αυλές

πάλε = πάλι

παλιοχάλαβρο = κάτι πολύ χαλασμένο

παλιοκουτάλα ή στραβοκουτάλα = χαρακτηρισμός γυναίκας που ανακατεύετε σε διάφορες ιδιωτικές υποθέσεις, (παλιοκουτάλα που σαι)

παλλαρός = παλαβός

παμπάκι = βαμβάκι

παμπούλα = 1. καρπός βαμβακιάς

  1. μεγάλο εξάνθημα

παναθύρι ή παναχύρι = παράθυρο

Πανάος = Παναγιώτης

παναΰρι  = πανηγύρι

πανιέτα = ψωμί

πάντα = μεριά (που τη μια πάντα)

πάντηξα = 1. συνάντησα  (πάντιξα τον Ελία στη βρύση)

  1. έδιωξα (πάντιξα τις πούλλες-κότες ) 

παντώ = διώχνω

πανωγούμαρο = επιπλέον βάρος

παξιμάι = παξιμάδι

πάπλωμα = 1. σκέπασμα με το εσωτερικό του γεμάτο με βαμβάκι

  1. οι ακαθαρσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια των στάσιμων

                        νερών – παπλώματα

παππούλοι -  παππούλους = ποπ κορν

παραγλέπω  = παραφυλάω

παραζουζουλος = ευαίσθητος - αδύναμος σε κάτι πχ υγεία - παραώριμος καρπός

παραμώρησε = τρελάθηκε

παρανόμι = παρατσούκλι

παρασόλι = ομπρέλα

παράσταχνα = η κάσα της πόρτας- παραθύρων

παραστελλώνω = στήνομαι και περιμένω κάτι

παρπούνια = φασολάκια με πρασινόκοκκινη φλούδα.

πάρομου = τουλάχιστον  (πάρομου φτος δά, εμάεψε τις ελιές πριν βρέξει)

παρριώ = περιποιούμαι – καθαρίζω – τακτοποιώ / παρρίησα το σπίτι ψες

πασσόμυα = μεγάλη μύγα 

παστρεύγιω = καθαρίζω

παστρικά = καθαρά

πατανία = κουβέρτα

πατελία = πεταλίδα

πατελιά = ειδικό αργιλώδες χώμα που το τοποθετούν πριν τα πρωτοβρόχια  στις                  στέγες  των  σπιτιών για να τις στεγανοποιούν.

πατελιώνω = τοποθετώ στην πατελιά στο γώμα (δώμα).

πατίχα = καρπούζι

πάτος = δάπεδο σπιτιού

πατός μου = εγώ ο ίδιος- μόνος μου  / πατός σου = εσύ / πατοί τους = αυτοί

πατσαούρα =  πολύ πρόχειρη πετσέτα χεριών, μεταφορικά η ανοικοκύρευτη. 

πατσίζω = 1. δίνω σε κάποιον χαστούκια

  1. φέρνω κάτι σε ίσες αναλογίες – συμψηφίζω ή τελειώνω μια υποχρέωση

                      (με τα φράγκα που έδωκα  επάτσισα το χρέος μου)

  1. αδιαφορώ / δεν με πατσίζει τίποτα

παττιρδί = φασαρία

παχάρι = το πολύ χορτάρι της άνοιξης – εποχή του παχαριού

πεζεβέγκης = πονηρός

πεζίνα = βενζίνη

πεζούλα = χαμηλό τοιχίο σε αυλές / η αναβαθμίδα  σε χωράφια

πελέκα = πελέκι

πελλακούα = κομμάτι φλοιού, πελεκούδι 

πεμπέκα = κουκουνάρι

περαγεμιστά = πιπεριές –κολοκύθια γεμάτα με ρύζι

περδικολούλουο =  το κρινάκι ίριδα

περιβαρώ = επιβαρύνω κάποιον

περιδρομιάζω = τρώω πολύ

περίδρομος = 1. πόνος στα έντερα ή στο στομάχι

  1. υπερβολική ποσότητα φαγητού

περικαφτιά = φέτα ψωμιού ψημένη στα κάρβουνα με λάδι

περιούρι - περγιούρι = χοντροαλεσμένο σιτάρι – πλιγούρι 

περκενώνω =  γεμίζω  τα πιάτα με φαγητό

περκέτι = αφθονία

περμπέρης =  κουρέας

περόνι = πιρούνι

πεσιέσι = δώρο - δωροδοκία 

πετσικόλι = το εξωτερικό σκληρό μέρος του ψωμιού

πεσκίρι = πετσέτα προσώπου

πεστλεμές = θρεφτάρι

πετιμέζι = συμπυκνωμένος μούστος μετά από βράσιμο με προσθήκη στάχτης μέσα σε  ύφασμα ή πέτρας  πασπάρας για να απορροφήσει τη στυφάδα

πετροκοπιό = το μέρος για την εξόρυξη της πέτρας που χρησιμοποιούσαν για το χτίσιμο των σπιτιών – πασπάρα ή καμαρόπετρα 

πετρόλαο = πετρέλαιο

πετρολώ = πετροβολώ

πετσάουρο  = πάρα πολύ άγουρο

πευκάβγουα = μανιτάρια που φυτρώνουν κοντά στα πεύκα

πευκαζίενα  - πευκαζίανα = οι ξερές βελόνες του πεύκου

Πέφτη = Πέμπτη

πέψε = στείλε

πιατέλι = τα κόλλυβα (την Κερεκή πρέπει να κάμω το πιατέλι του πάππου)

πιταρούα =  σφηκοφωλιά

πιατοθήκη = ξύλινη θήκη για τα πιάτα κρεμασμένη στον τοίχο.

πιδιακός = πήλινο δοχείο με δύο αυτιά δεμένο με σχοινί στο οποίο έβαζαν φαγητό για να το μεταφέρουν εκτός σπιτιού- και για τον καβουρμά

πικράι =  πικραλίδα, αγριοράδικο

πινακωτή = ξύλινη κατασκευή στην οποία βάζουν τα πλασμένα ψωμιά.

πιόττερο = πιο πολύ (πιόττερη είναι η φασαρία παρά η δουλειά που’καμες)

πεπονάκι = πικραγγουριά

πιρκιόνι - πιργιόνι = πριόνι

πίσα = σκοτάδι

πίσσα  = τσίκλα  

πισταλόγκα = νεροπίστολα που έφτιαχναν τα παιδιά από τα κλαδιά της ροδοδάφνης 

πιστιά = το δέσιμο του σαμαριού στο πίσω μέρος του ζώου.

πιτικώ = πιτσιλίζω

πιττακώνω =  πιέζω, πατικώνω 

πιτταρούδια = καφεδάκια χωρίς κιμά πχ με ρεβίθια

πίττερο = πίτουρο

πίττισε = τελείωσε

πλάκα = παγίδα για πουλιά

πλακόνι = χαστούκι

πλακωτήρι = πήλινος κύλινδρος για τις ελιές (δοχείο )

πλίγγος = φάκελος

πλουμί = κέντημα  

πλύτρης = νεροχύτης

πνιουρκιάστηκα  = πνίγηκα

ποάρι = ποδάρι

ποβιαλόθηκα = έπεσα και χτύπησα

ποδοσήμι = δώρο σε φίλους

ποήματα = μπότες

πόι = πόδι 

ποκατενή = το δέσιμο του σαμαριού στην κοιλιά του ζώου

ποκλώ = φυλακίζω

πόκλεισα = έκλεισα κάπου (πόκλεισα τις πούλες στον αομά)

ποκόβκιω = χωρίζω τα μικρά ζώα από τις μητέρες τους για να κοπεί ο θηλασμός

πολαλώ = φωνάζω από μακριά κυνηγώντας τα πρόβατα

πολειφάι = υπολείμματα του σαπουνιού

πόλυκε = η απόλυση της Θείας Λειτουργίας

πόνεμα = κάτι που ενοχλεί πάρα πολύ

ποντικιά =  αλμυρίκι

πορδές του γαδάρου = μικρά μανιτάρια που φυτρώνουν πολλά μαζί που δεν είναι φαγώσιμα.

πορδοσβούρης = αυτός που γυρίζει από δω και από  κει χωρίς σταματημό.

πορνό = πρωί  (ένιωσε πορνό πορνο που τα νηχατά = ξύπνησε πρωί πρωί από την αυγή)

πορπατώ = περπατώ

πορτέλι = μικρή πόρτα

πορτούα  = χελώνα

ποσό = πολλά  ( η κληματαριά έχει ποσό σταφύλια).

ποσπέρι - ποσπερίζω = νυχτερινή επίσκεψη για να περάσει η βραδιά

ποστάθει = σταμάτησε  κάτι στο λαιμό

ποστένουμαι = 1. στέκομαι να ξεκουραστώ

  1. όταν σταματά το φαΐ στον οισοφάγο

ποσώνω = φτάνω   πόσωσε  = έφτασε

ποτάσσω = έχω (έν ποτάσεις ποιό κανά εργαλείο).

ποταβρίζουμαι = τεντώνομαι μετά τον ύπνο

ποτήρι = το σημείο του σωλήνα της τρούμπας (νερόμυλου) που περιέχει τον μηχανισμό άντλησης του νερού. Αν το πηγάδι ήταν βαθύ, τότε το ποτήρι ήταν 2-3 μέτρα κάτω από το στόμιο του πηγαδιού. Αν το πηγάδι ήταν ρηχό, τότε το ποτήρι ήταν ένα μετρό πάνω από το στόμιο του πηγαδιού.

ποτόρι = λίγο πριν  (ποτόρι πέρασα κι έ σε ήβρα)

ποτσιγκρώνω = σωματική έκφραση για προσπάθειες – πόνου 

ποττέ = άραγε (πέρασε ποττέ ο άντρας μου που το κηπούλι? - θα έφτασε ποττέ ο φέντης σου στη χώρα)

που  = από ( που που είσαι – από πού είσαι / που φτό δά – από αυτό εδώ /

που πέρα ως έλα = από εκεί έως εδώ)

πούγκα = τσέπη - θήκη

πουγκί = μικρό σακούλι για χρήματα

πούετα = πουθενά. Ερώτ.: που επήες σήμερο? απάτ.: πούετα.

πούζι = πολύ κρύο

πουζιάζω = 1. παθαίνω κοίλη

  1. δένω τα πόδια του ζώου

πούκλα = στεφάνι για τα πόδια των ζώων για να μην τρέχουν, φτιαγμένο από λυγαριά ή ασκινό.

πουκλιά =  περιλαίμιο

πούλλα = κότα

πουμπούλι = μπάλωμα- συμπλήρωμα   - πουμπουλιάζω = μπαλώνω-συμπληρώνω

πούντα = κρύωμα

πούριος = αυτός που κουβαλά λάσπη στην οικοδομή

πουρτουκέλλα = κολοτούμπα 

πουφτό = αυτό

ποφάϊ = αποφάγι -  υπολείμματα του φαγητού

πόψε = απόψε

Ππινιό - Ππίνα = Δέσποινα

πρέ = βρέ ( πρε  σσύ) 

πρόαττο = πρόβατο

προκάμνω = προφταίνω, προλαμβάνω

προυκιά = προικιά

πρώμα = πρώιμα

πρωτινό = το μπαγιάτικο ψωμί

πρωτινοί = οι πρόγονοι

πρωτόαλη = το πρώτο γάλα του ζώου μετά τη γέννα

πυριάζω = πυρώνω - μεταφορικά μετά από κάποιο πάθημα (έπεσε που την ελιά και πυριάζει τώρα)

 

λέξεις από ρ

ραδκιάζω = αραδιάζω

ράκκος ο = σανίδι που το έσερναν τα βόδια για να σπάει τους βόλους στο χωράφι

ρακουνώ  = τρώω  με θόρυβο κάτι σκληρό

ραντικά τα = το δώρο που δίνεται σε αυτούς που παραδίδουν κατ οίκον τα έτοιμα ρούχα

ργίζω και έργισα = αργώ - άργησα

ρεμεδιάζω = τακτοποιώ – βάζω κάτι σε τάξη

ρεμόνι  το = μεγάλο κόσκινο του αλωνιού για να ξεχωρίζει το σιτάρι από τα στάχια 

ρένη = μικρή λίμνη με γλυκό νερό  κοντά στην παραλία, βάλτος

ρέσκει με = μου αρέσει –ρέσκει σε = σου αρέσει

ρετσέτα = συνταγή γιατρού

ρίφι = μικρό κατσίκι

ριφούρκιο =  το κοντάρι με το οποίο καθαρίζουν τον φούρνο

ρίχτης = καταρράχτης

ρκέψανε - ρκέψαμε = αρχίσανε - αρχίσαμε / ρκέψανε να παίζουν οι μουσικές?

ρμέω = αρμέγω 

ρόα = 1. αράχνη

  1. ρόγα σταφυλιού
  2. η άκρη του δακτύλου

ροϊστήρι = καλάμι με ένα σφουγγάρι δεμένο στην άκρη που το βουτούν στο νερό και περιβρέχουν λίγο το ψωμί όταν ψήνετε για να κοκκινίσει - ροϊζω

ρόκα  η = ξύλινο εργαλείο που έκλωθε το μαλλί και το έκανε νήμα

ρουκέττο = μάνταλο της πόρτας

ρότσα = πολύ σκληρό υπέδαφος

ρουμάνι = άγρια βλάστηση

ρουσιά = κοκκινομάλλα

ρουφούκιο = καταφύγιο

 

λέξεις από σ

σαΐτα = σφεντόνα

σάζι = ψάθα, ψαθάκι. χόρτο με το οποίο πλέκουν καθίσματα

σακκατιλίκι = μεγάλο σωματικό κακό που βρήκε κάποιον 

σακκατεύτηκα = έπαθα κακό από τραυματισμό

σακκουλιάζω = βάζω κάτι σε σακούλα ή τσουβάλι - σακκουλιάζω τις ελιές.

σαλά = σαλάτα

σαλαμέττι = σώος 

σαλαμούρα  = άλμη

σαλαουνεί = κουνιέται, σαλεύει

σαλβάρια = οι βράκες που φορούσαν οι γαμπροί

σανία = σανίδα

σαούρα = μικρό πετραδάκι

σάππι = λαβή τσάπας, φτυαριού κτλ

σαράντα πέντε κόσκινα = παιδικό παιχνίδι

σαρίσαπρη ή σαρίσαψη = το κακτοειδές αθάνατος. Το κρεμάνε στην πόρτα για να διώχνει το κακό

σαρονιές = βούρλα

σάρσα = σάλτσα 

σαρτά = κάνει άλμα, πηδά

σαρταμπέλικος =   άτσαλος

σαφτίζω = καταφέρνω να ξεφύγω από κάπου – γλιτώνω (ε σάφτησεντη κι έν τον          ε πιάσασι)

σβηκόνι = μικρή σφήκα

σβουντουρώ = πετάω κάτι δυνατά  - εξφεντονίζω

σε = σου   (να σε πω)

σεντόνα = βαριά κουβέρτα από μαλλί υφασμένη στον αργαλειό

σε πέπι του  = εξ αιτίας του

σερεπετιάζω = τοποθετώ κοπριά στον κεντρικό ποτιστή και με το νερό                  μεταφέρεται σε όλο το χωράφι – σερεπετιάζει το χωράφι.

σεροστιά = σιδερένιος τρίποδας στον οποίο τοποθετείται  η κατσαρόλα στη φωτιά

Σερωνή = Σορωνή όπως συχνά την έλεγαν παλιά οι κάτοικοι των γύρω χωριών.

σεφέρι = κάποιος καιρός- διάστημα χρόνου (ένα σεφέρι = μια φορά)

σεφτές = αρχή

σημάι = σημάδι

σιά = σιγά

σιάσματα = αρραβώνας

σιαστικός ή  σκιαστικός = αρραβωνιαστικός

σιεράς = σιδεράς

σίερο = σίδερο

σιεροτουβράδες = οι φιλάργυροι

σικκιρτίστηκα = εκνευρίστηκα, θύμωσα 

σιλιγκούρι = μακρύ στενό στο χωριό

σινί = χαμηλό τραπέζι στρογγυλό ξύλινο

σιουριά = σιγουριά

σιρμαγιά = το κεφάλαιο

σισαμομακκάρουνα = πλατιά μακαρόνια  με σησάμι και ζάχαρη

σκάδια = τα αποξηραμένα σύκα

σκαλαφρόπους = θάμνος

σκάλαφρος = με αυτό ανακατεύουν τα κάρβουνα του φούρνου

σκαντίκι =  αγριοκαρότο - σταφυλίνακας.

σκαοσύρτης = με αυτό σέρνουν έξω από τον φούρνο τα σύκα ή τις ελιές

σκαπαμέντο = εξάτμιση αυτοκινήτου -μοτοσικλέτας.

σκαρπίζουμαι - σκαρπίστηκα = επινοώ – επινόησα 

σκάση = στενοχώρια

σκατοπάμπουλας = σκαραβαίος

σκέπαση = σκεπή

σκιάζω = φτιάχνω – διορθώνω

σκολόπετρα = σαρανταποδαρούσα

σκονάζαλο = το σήκωμα πολλής σκόνης

σκοπός = αγροφύλακας

σκορνταλλός = κορυδαλλός

σκορδομακκάρουνα = μακαρόνια με σκόρδο κοπανισμένο

σκορμάλι = το σκαμνί-χαμηλό ξύλινο κάθισμα χωρίς πλάτη

σκούλουκας = γαιοσκώληκας

σκουλουκοτρώεται =  αυτός που τρώγεται με τα ρούχα του.

σκουτέλα = πήλινο βαθύ πιάτο συνήθως για σαλάτα

σκούτουφλα = βαθύ σκοτάδι

σκουντουφλώ = σκοντάφτω 

σκουφομάντιλο = το μαντίλι (συνήθως άσπρο) που το φόραγαν οι γυναίκες για να συγκρατεί το καλό μαντίλι του κεφαλιού.

σκυφτομηλιά =  Θαλασσόκεδρος, Άρκευθος, θάμνος – μικρό δέντρο

σκυφτόμηλα = καρπός της σκυφτομηλιάς ο οποίος τρώγεται 

σολατσέρνω - σουλατσάρω = περίπατος - κάνω βόλτες

σοροκκώ = σφάζω

σουβατίζω = σοβατίζω

σούκιουρου = ευτυχώς, επιτέλους

σουλουβανίκι = η αρρώστια του ασθματικού

σουλουντρανεί = ξεπηδά νερό από διάφορα σημεία –αναβλύζει

σουμάρι = σαμάρι

σουρά = πήλινο δοχείο με δύο αυτιά

σουροπάνι = το πανί που σουρώνουν το γάλα

σουρτούκης  = αντάρτης-αυτός που γυρίζει εδώ κι εκεί χωρίς υποχρεώσεις.

σούσουνας = στήμονας  κρεμμυδιού

σουφάς = σοφάς, η υπερυψωμένη ξύλινη κατασκευή στο σπίτι

σουφρώνω = κλέβω

σπάχος = σπάγκος

σπερβέρι =Το άσπρο ύφασμα που έπεφτε από το ταβάνι και κάλυπτε το νυφικό κρεβάτι και το κρύβει από το υπόλοιπο σπίτι. 

σπίρτο = οινόπνευμα

σπιτάλι = νοσοκομείο

στα  σύντα = τώρα αμέσως – γρήγορα – κατάλληλη στιγμή

στάλα = 1. στάβλος

  1. σταγόνα

σταλίζω = βάζω τα ζώα κάτω από τα δέντρα

σταμνοθήκη = ξύλινη ή πέτρινη βάση για τις στάμνες

στάμνος = μεγάλο πήλινο δοχείο για αποθήκευση νερού στην σταμνοθήκη στον απαταρό

σταμπέρνω = εντοπίζω

στάξη  = σταγόνα (φέρε μου να ποιώ μια στάξη)

στάσσει = πέφτουν σταγόνες νερού

Σταυριανός = Σταύρος

σταφυλιές = Αρκουδόβατος,  αρκόβατος, αναρριχόμενο

στελιά =  Λαψάνες

στενοκοπιά = πολύ στενός χώρος

στένω = στήνω, βάζω στη φωτιά το φαί  (πάω να στέσω το φαί)

στεφανιά  = είδος στεφανιού από κλίμα για να καθίζουν την κατσαρόλα μόλις κατέβει από την φωτιά

στίμη = ταχύτητα

στόππερο = το φρένο του ανεμόμυλου (τρούμπας)

στούπποσε = έφραξε με κάποιο αντικείμενο 

στραβάρα = στραβομάρα

στραβελίνι = καρδερίνα πουλί

στράτα  = δρόμος

στρατίζω = παίρνω τον καλό δρόμο

στρινιώ = τρέλα

στρόππος =  1. κόμπος

  1. μεγάλη μάζα - το ψωμί σαν στρόππος έκατσε στο καρύ μου

στυλλοπάϊ = μικρός πάσσαλος που συγκρατεί κάτι

συκάλες = πρώιμα σύκα.   Στις Φάνες τα λένε μπουρνοφύες .

σύκλα = μηχανισμός με αντίβαρο για την άντληση νερού από πηγάδι

συμπόσσια = κατορθώματα

συμποσκιάζω = τακτοποιώ

συμπράκαλα = διάφορα αντικείμενα μαζεμένα

Συναληψιού = της Αναλήψεως

σύναυκια = ξημέρωμα

συνόκαιροι = συνομήλικοι

συκοκλώναρο = κλαδί της συκιάς

συνομαεύκω - συνομαεύγω = συμμαζεύω

συνομπάλω = φροντίζω να δυναμώνω η φωτιά

συνοπέρνω -  συνοπήραμε = όταν οι οικογένειες το καλοκαίρι πήγαιναν για αγροτικές εργασίες (θέρος, κηπευτικά) σε χωράφια απομακρυσμένα από το χωριό για κάποιες ημέρες ή εβδομάδες και έμεναν σε καλύβες και μετέφεραν τον χρειαζούμενο οικιακό εξοπλισμό. Το ίδιο γινόταν και στις καλύβες του Αγίου Σουλά. Έλεγαν: συνοπήραμε για το θέρος.

συνορίζομαι = ανταγωνίζομαι, τσακώνομαι

σύνορος = καινούριος

σύρε = 1 πήγαινε - σύρτου παρά κει = πήγαινε πιο κει

            2 πυροβόλησε – ήβρα ένα λαό και τον έσυρα αλλά εν τον κάνεψα   

συφφάι = ποικιλία φαγητού (ψωμί με ελιές και τυρί )

σφαλιχτό = κλειστό

σφαλώ = κλείνω

σφαχτάρι = στρογγυλό σιδερένιο εργαλείο του φούρνου για να μετακινείς τα ψωμιά μέσα στο φούρνο.

σφογγελώ  = φασκελώνω, το μούντζωμα με τη παλάμη ανοιχτή.

σφόγγος = εργαλείο με σκάλαφρο που σκούπιζαν το φούρνο

σφουριάλι = σφυρίχτρα

σώμαλλα = εσωτερικό πυκνό φύλλωμα ( αμπέλι, ελιές )

σωτέρεψα = τοποθετώ - κρύβω  κάτι σε ντουλάπι – τσουβάλι κτλ (ποιός ε ξέρει  που σωτέρεψε τα χαρτιά και εν τα βρίσκει τώρα;).

σώνει = φτάνει, αρκεί

 

λέξεις από  τ

ταγκλουκώ = ανακινώ κάτι που περιέχει υγρό

ταγιαντώ = κάνω υπομονή

τακκάκια ή κατιμέρια  = γλυκό τηγανιού από ζύμη γεμισμένη με καρύδια και σησάμι  που σιροπιάζεται

τακκίμια = το σύνολο των αντικειμένων για την δέψη του αλόγου 

τάκκος = κομμάτι κορμού που πάνω του τεμαχίζουν το κρέας

τακκουνάρα = παπαρούνα

ταμνάς = αρρώστια του γαϊδάρου

ταμουζάνα = νταμιτζάνα - μεγάλο γυάλινο δοχείο για ούζο ή κρασί

ταμπάκκης = τεμπέλης

τανάς = ταύρος - αναπαραγωγικό ενήλικο αρσενικό

τανώ = αγγίζω

ταξιντάρης = εισπράκτορας δημοτικών τελών

ταπάνι = διαδρομή

ταυριές = βλαστός

ταφκιάζω = δέρνω πολύ κάποιον

ταχράς = καθημερινό εργαλείο από σίδερο για το κόψιμο των ξύλων 

τεγκλί = μικρό ξύλινο κοντάρι για ράβδισμα ελιών

τεγκλιστής = αυτός που ραβδίζει τις ελιές

τεγκλώ = ραβδίζω τις ελιές

τεζέρνω = 1. τεντώνω, τεζάρω

  1. πεθάνει άνθρωπος ή ψοφά ένα ζώο

τεινετίζω = καταλαβαίνω, υπακούω

τεκλίφι = διαφορά

τεμερτζής = σιδεράς

τεμπελοχανάς = τεμπέλης

τενεκκάκι = μικρό μεταλλικό δοχείο

Τετράη = Τετάρτη

τεφαρίκι = κάτι το εξαιρετικό, εκλεκτό και σπάνιο 

τηανήτες = λεπτές πίτες τηγανισμένες και πασπαλισμένες  με ζάχαρη ή μέλι

τηάνι = τηγάνι

τηανιστό - τηανιτά = τηγανιτό - τηγανιτά

τι μάντεμα  = πώς το ξέρεις

τόκκα = χειραψία

τόντι = πάγος

ττουλούμι = 1. δερμάτινος σάκος για κρασί

  1. η Γκάιντα

τουρμούχης = πεισματάρης 

τραούδι - τραουδώ = τραγούδι - τραγουδώ

τραμπουζιά  ή τραμποζιά = απάτη

τράος = τράγος

τριάχτυλο = τρίαινα για τα χόρτα

τριβιάς = ξύλο βαγιάς για να τρίβουν το καζάνι να μην κολλά το γάλα όταν παρασκευάζουν  την μυζήθρα.

τρικουκιά = κράταιγος,  θάμνος – μικρό δέντρο

τρίκουκκα = ο καρπός της τρικουκκιας που τρώγεται και περιέχει τρείς κούνες δηλ κουκούτσια. 

τριμηστήριση =  ο φόβος 

τριόλι = τριβόλι χόρτο

τριχιά = κόσκινο για το αλεύρι

τριχοφάς = τριχοφάγος, νόσημα

τρομαλίζομαι = τρέμω από κρύο ή φόβο                                                        

τρούμπα = ανεμόμυλος με αντλία νερού

τρυπητό = μεταλλικό σκεύος που στραγγίζουν τα μακαρόνια

τσα = έτσι – ά να τσά = ακριβώς έτσι ή έτσι μπράβω.

τσά κομμάτι = έτσι λίγο (εβράχηκα τσα κομμάτι )

τσάγγρα = παγίδα που έπιαναν ποντικούς

τσαγκουρνώ = γδέρνω με τα νύχια

τσαγκρίζω = φωνάζω δυνατά

τσακκιστές = πράσινες ελιές που τις σπάνε με την πέτρα και τις βάζουν στην άλμη – σαλαμούρα

τσακκοπιάστρα = αγριοσίταρο ή αγριοστάχι

τσακκουμάκι = αναπτήρας

τσαλαγκούτες = πλατιά κεφτεδάκια από αλεύρι 

τσαλαπουρδώ = κουνώ έντονα τα πόδια και το σώμα 

τσαμούσης = το άγριο ζώο

τσαμπάλα = κουδούνα

τσαμπάλι = κουδούνι για τα ζώα

τσαμπιρία = σπίθα

τσανάκα = βαθύ πήλινο πιάτο περασμένο με αλοιφή

τσαππόστελο = η ξύλινη χειρολαβή της τσάπας

τσαππώνω = σπρώχνω

τσικαρίτα = γαρίδα

τσικκολάτα = σοκολάτα

τσικκούρι =  είδος  ραδικιού με κόκκινο μίσχο.

τσίμα  τσίμα = ίσα  ίσα

τσιμιά  = υπερυψωμένος ο χώρος μπροστά στο τζάκι. Ήταν το καθιστικό  της οικογένειας   

τσιμιομαντίλα = ύφασμα που καλύπτει μέρος από το τζάκι

τσιμιόξυλο = μεγάλο ξύλο στο τελείωμα της τσιμιάς.

τσίππα =  1. ιστός της αράχνης

  1. ίχνος αξιοπρέπειας

τσιράς = το δαδί (γαΐ) του πεύκου

τσιρδίζω = πλειοδοτώ

τσιρίγκλι = τριζόνι - γρύλος

τσίρος = το υγρό που μένει από το γάλα όταν βγει το τυρί

τσιτσί = κόκκινο  κρέας

τσίτσος = γυμνός

τσιττώνω = τεντώνω

τσολοπατώ = ποδοπατώ, τσαλαπατώ 

τσουβράς = σούπα από περιούρι, αλεύρι  

τσουΐζω - τσουίστηκα = καίω κάτι με καυτό  νερό - κάηκα

τσούκκα = κατσαρόλα

τσουκκαλομετρώ = μετράω την ποσότητα κάποιου υγρού με μικρό δοχείο.

τσουκκόπανο = πανί με το οποίο έπιαναν την καυτή κατσαρόλα

τσουμάα    = η αγελάδα πριν μπει στην αναπαραγωγή 

τσουμουκλαίω = κλαίω ψεύτικα -κλαψουρίζω

τσουροκάικα = τσουρουφλίστηκα

ττάβι = όταν το χωράφι είχε την κατάλληλη υγρασία έτσι ώστε όταν ζευγαρίζετε να μην βγάζει βόλους ή να μην κολλάει το χώμα στο άροτρο.

ττάι = χλωρό χόρτο

ττάζος = μικρό σκυλάκι

ττοκάκι = φυλακή ζώων

Ττουλί = Μαριέττα  Μαριετούλα 

τύμπανος =  κεντημένο μαξιλάρι για στολίδι   

τύμπανοι = οι δύο στήλες από κεντημένα μαξιλάρια στο παραδοσιακό σπίτι της Σορωνής

τυπάρι = ξύλινη σφραγίδα για πρόσφορα

τυρικό = καλάθι από βούρλα στο οποίο βάζουν το τυρί για να στραγγίσει 

 

λέξεις από φ 

φακκουριά  = νεράντζιά

φακκούρα = νεράντζι 

φακκώννω = 1 πέφτω πάνω σε κάτι, συναντώ                                                                                             

                       2  φάκκωσά τον  = τον έπιασα στα πράσα

φαντό = υφαντό

φασουλλάριος = πράσινο φασόλι

φαούδι = ο ενοχλητικός

φαούρα = φαγούρα

φάουσα = σκασμός (τη φάουσα να βκάλεις)

φαώνουμαι =  1. τσακώνομαι

  1. ανυπομονώ για κάτι - θέλω κάτι να γίνει γρήγορα (φαώθηκες να                                                  

                             μάθεις .... γιατί φαώνεσαι να πας εκεί).

φερμέρνει = όταν ο σκύλος προσηλωθεί σε κάτι και είναι έτοιμος να ορμήσει

φελλά  η = το βιβλίο

φέλλα = φέτα  ψωμιού

φέντης = 1. αφέντης.

  1. το χρησιμοποιούσαν και όταν αναφέρονταν στον πατέρα.

φέτι = εφέτος

φιάκλα= μεγάλο φίδι

φιανέττης = δεν είναι ειλικρινής 

φιαρεύκιουμαι – φιάρουμαι = εμπιστεύομαι  

φιλλιάζω = μπολιάζω

φκερώνω = αδειάζω

φκριούμαι  = αφουγκράζομαι

φλάγγα = άσπρη

φλετρό = πηγάδι

φλάμουρο = σκιάχτρο

φλάσκα = γυάλινη φιάλη για νερό-γάλα-κρασί

φλόμος = 1. η φλούδα του δέντρου.

  1. το παχύ άσπρο μεταξύ του εξωτερικού φλοιό και του εσωτερικού λεμονιού.

φλόσκος = φούντα

φλούι = φλούδι

φλούι  του γιαλού = φύκια

φόρσος = ο τολμηρός

φορτωτήρα = το δίχαλο ξύλο που βοηθούσε στο φόρτωμα 

φουήστικα = φοβήθηκα

φούι = χούι 

φοράα = φοράδα

φορτακλός ή φορδακλός = βάτραχος

φούι = χούι

φουκερές = ταμείο

φουμέρνω = καπνίζω

φούρκα = οργισμένος

φουσκιά = σκουλαρίκια

φραγκουάζανο = ντομάτα

φρόκαλο = σκουπίδι

φροκαλιά = σκούπα

φρου  φρου = γρήγορα

φρύο = βάζω τις ελιές ή αράπικα φιστίκια στο  φούρνο για να στεγνώσουν από                την υγρασία 

φτενό = φθηνό

φτί = αυτί                                 

φτομά = εβδομάδα

φτός = αυτός

φτοσδά = αυτός εκεί

φυλλά = εφημερίδα

φυσία = μεγάλη φωτιά

φυστικάκια =  οι βολβοί της αξινιάς - ξινήθρα, τα οποία αποτελούσαν έδεσμα είτε ωμό είτε τηγανητό. Αποτέλεσε  σημαντική τροφή στην διάρκεια της κατοχής.

φυτιλιά = Λυχναράκι   θάμνος.  Οι αποξηραμένοι κάλυκες του χρησιμοποιούνταν σαν φυλάκια για να ανάβουν το καντήλι.

φής με = άφησε με

φωνηστός = πολύ γρήγορος – με ορμή (φτοσδά  πάει φωνηστός = αυτός τρέχει πάρα

πολύ γρήγορα)

 

λέξεις από  χ 

χα = άντε  ( χα πέρνα παρακεί -άντε πήγαινε ποιό κει)

χαβαλές = μπόλικος

χαβάς = ρυθμός

χαβάσι = κουράγιο, όρεξη για να κάνεις κάτι

χαβούζα = ανοιχτή δεξαμενή κτισμένη με πέτρα

χάζι = γέλιο, ευθυμία

χαζίρικα = έτοιμα

χαίνω =  1. είμαι με ανοιχτό στόμα 

  1. κάποιος αποσπάτε από δω και από κει (διάβαζε μη χαίνεις)

χαιρέτιο = ονομαστική  εορτή

χαΐρι = προκοπή

χαΐρολα = αλλοίμονο

χάκκι = εκθλυπτικό δικαίωμα, δέκατο

χαλατό = χαλασμένο

χαλατός = χαζός

χαλλά – χαλλά = ανυπόμονα

χαματτάς ή χιαμαντάς = σαματάς

χάμε = χάμω

χαμνό = μαλακό –αφράτο

χαμπά = θαμπά

χάννος = ανόητος, χαζός 

χάπελας = πολύ μεγάλος 

χαπίπουλλο = κουτσομπόλης

χαραμοφάης = αυτός που θέλει να τα βρίσκει όλα έτοιμα

χαρατσίνα = ρετσίνι του πεύκου

χαρείς = θαρρείς νομίζεις  (χαρείς και προκάμνω να μαέψω τις ελιές ως την Κερεκή?)

χάριου = νόμιζα (χάριου και ννα πάενες στο μποστάνι)

χαρτοβέλουσα = ζίννια η κομψή  ( χαρτί + βελούσι – βελούδο) αναφέρεται στα πέταλα του φυτού.

χαρτούτσα = φυσίγγι

χασιμιό =  το χαμένο αντικείμενο

χασιμιός -  χασιμιά  =  αυτός/αυτή που έχασε τα μυαλά - λογικά του/της.

χασολοϊσμένος -  εχασολόϊσε = τα έχει χαμένα

χασονούς = για αυτούς που ξεχάνουν (μα τι χασονούς που σαι).

χαστιάζω = χαζεύω με ανοιχτό στόμα

χαστοκουρούνα = αυτός που χαζεύει με ανοιχτό στόμα (κοροϊδευτικά )

χαστός = κάποιος με ανοιχτό το στόμα  ( επόμεινα χαστος - απο έκπληξη )                                                                                                 

χάτε = πάμε, εμπρός πάμε.

χάτες ή χατέστε = έλα - ελάτε - πάμε  (χατέστε να παένουμε = ελάτε-πάμε  να φύγουμε / χάτες να φύουμε =  έλα -πάμε να φύγουμε)

χέλο = θέλω

χεμέλια = θεμέλια

χερίζω - χέρισμα  = θερίζω - θέρισμα

χέρος = θέρος

χερόλοο = η ποσότητα που χωρά σε μια φούχτα

χιόλι = χέλι

χλωρός = χαζός

χλωροπατάτα =  κοροϊδευτικό 

χολέντρα = σωλήνας για να τρέχει από τη στέγη το νερό της βροχής

χολοσκώ = στενοχωριέμαι πολύ

χοντρομάσιε = τρώγε γρήγορα (χοντρομάσιε να φεύγουμε)   

χουζούρι = ξεγνοιασιά

χοχλάκα = μεγάλη πέτρα

χοχλακάκι = η μικρή πέτρα με την οποία φτιάχνονται τα πατώματα (εκκλησία)

χοχλακούρα = το μέρος - χωράφι που έχει πολλές χοχλάκες - μεγάλες πέτρες

χρέμι = σκέπασμα μάλλινο, λεπτότερο από τη σεντόνα, με κρόσσια

Χρουσαφίνα = Χρυσαφίνα

χρουσούζης =  αυτός που φέρνει κακοτυχία -χρουσουζαμάς

χρυσομηλιά = βερικοκιά

χτενιά = εξάρτημα του αργαλειού

χτικιό = φυματίωση – μαράζι, ταλαιπωρία 

χώρα = η πόλη της Ρόδου

χωραΐτης = 1. ο κάτοικος της Ρόδου (πόλη)

  1. αυτός που πήγε στη Ρόδο (πόλη) για να ψωνίσει 

χώριε = βλέπε - κοίτα (χώριε ποιό να είς = κοίτα να δείς καμώματα)

χωρείτε = θωρείτε - βλέπετε (χωρείτε ποιό να είτε = κοιτάτε να δείτε)

χωρώ = θωρώ - βλέπω (χωρώ χαμπά = βλέπω θαμπά)

 

λέξεις από   ψ

ψακί = φαρμάκι

ψακόνω = δηλητηριάζω

ψόματα = ψέματα

ψουννώ ή ψουνίζω = ψωνίζω, αγοράζω

ψιθιά = άψινθος φυτό

ψυλλόχορτο =  δελφίνιο ή αγροσταφίδα φυτό

ψυχάρι = το έντομο που προσβάλει το σιτάρι

ψωμαχίκα = ψωμοθήκη, ψωμιέρα

ψωμί της χώρας = το άσπρο ψωμί το οποίο το έφτιαχναν τότε μόνο στη Ρόδο.

ψωμομακκάρουνα = μικρά κομμάτια  από ξερό ψωμί που τα έβραζαν και τα ανακάτευαν με τυρί και βούτυρο.

ψωμοπάνι = το ύφασμα που σκεπάζουν τα φρεσκοψημένα ψωμιά

λέξεις από  ω

ωω κακομά - ωω κακόμε = ωω κακομοίρα - ωω κακόμοιρε

ως τα = ώσπου  ( ως τα να πας συ,  εφύασειν οι άλλοι )

ωωω ποιό =  α μα ποιά

 

 

GTranslate