Η παρακάτω περιγραφή των εθίμων και δρώμενων του σορωνιάτικου γάμου που γίνονταν ακόμα και πριν το 1930, ανήκει στον Μιχάλη Χατζηκυραζή, γνωστό ως Μέντο. (1906-1992).

(Παρακαλούμε πριν οποιαδήποτε αναδημοσίευση των παρακάτω κειμένων, να υπάρχει επικοινωνία με το Σύλλογο μας και να γίνεται ρητή αναφορά σε αυτόν).

Πριν το 1930 η γαμήλιος προετοιμασία αρχινούσε από την προηγούμενη Κυριακή. Οι συμπεθέροι, οι γονείς του γαμπρού και της νύφης, πήγαιναν σ' ένα ευρύχωρο σπίτι, δικό τους ή κάποιου στενού συγγενή και έπαιρναν από ένα ή δύο κιλά σιτάρι πολίτικο. (Ένα κιλό σιτάρι πολίτικο ισοδυναμούσε με τριάντα κιλόγραμ).

Εκεί θα μαζεύονταν οι κοπέλες και άλλες συγγενικές γυναίκες και άρχιζαν να κορδινίζουν το σισάμι.

Οι συγγενείς και γενικά οι χωριανοί έρχουνταν να προσφέρουν την βοήθειάν τους στο νέο αντρόγυνο, έρνοντας μαζί τους όσο σιτάρι είχε ευχαρίστηση ο καθένας. Υπήρχε περίπτωση που μαζεύασι χίλια- χίλιαδιακόσια κιλόγραμμα. Ο καθένας μέσα στο σιτάρι έκρυβε καρύδια, αμύγδαλα, μέντες, ότι μπορούσε. Οι κοπέλες λοιπόν έτρεχαν και εμπάλευαν γελώντας και φωνάζοντας ποια θ' αρπάξει τα γκλεβούδια, όπως τα έλεγαν. Eντομεταξύ κάποιος συγγενής επρόσφερε ένα ποτό σε όσους έφερναν σιτάρι. Όταν τελείωνε το κορδίνισμα δυό- τρείς άντρες έβαζαν το σιτάρι στα σακιά. Ξεχώριζαν τρία-τέσσερα για να τα στείλουν στον μύλο και τα υπόλοιπα τα έβαζαν σ' έναν πάγκο και τον κλειδώναν. Αυτά προορίζονταν για το καινούργιο σπιτικό. Τα πρώτα τα φόρτωναν στα ζώα και τα πέρνασι στον μύλο.

Την Δευτέρα βράδυ, για να μην αρχινήσουν τα ζημώματα την Τρίτη γιατί δεν το είχαν καλό, έβαλαν ένα κοριτσάκι, που 'πρεπε να είναι μανάτο και κυράτο, να κάμει το πρώτο ζυμάρι. (Ήταν η μαγιά για το ζήμωμα).

Την Τρίτη βράδυ έβαλαν μικρά παιδιά, από ένα αγόρι κι' ένα κορίτσι και έκαμναν ακόμα μερικά ζυμάρια. Μέσα στο αλεύρι οι συγγενείς έβαλαν χρήματα και τα παιδιά ήταν υποχρεωμένα να τα πιάσουν με το στόμα τους. Άλλα παιδάκια τους έσπρωχναν το κεφάλι και το πρόσωπό τους εγέμιζε αλεύρι και έτσι πλαντούσαν που τα γέλια.

Την Τετάρτη αρχινούσαν τα ζημώματα. Δυό- τρείς σκάφες, από δυο κοπέλες στην κάθε μια ζυμώνασι την ζύμη.(Αφού πρώτα έπιαναν τα λεφτά που τους έβαζαν με το στόμα). Αφού την ετοίμαζαν, οι μαστόρησσες έπλαθαν τα κουλούρια που είχαν σχήμα στρογγυλό και τα ψωμόπουλα που ήταν μικρά ψωμάκια του ενός κιλού περίπου. Όταν ψήνονταν στον φούρνο τα έπερναν στο σπίτι. Έκοβαν κάμποσα ψωμόπουλα σε μικρά κομμάτια, τα έβαζαν σε δυό-τρείς κατσαρόλες, έριχναν από πάνω ελαιόλαδο και μέλι -η λεγόμενη μαλάκκα- και κάθιζαν όλοι μαζί και έτρωγαν.

Την Πέμπτη, άλλοι ασχολούνταν με το ζύμωμα και άλλοι έπερναν τα προικιά της νύφης και του γαμπρού στον γάμο,όπου οι στολίστρες τα στόλιζαν. Το βράδυ γινόταν το μελεκούνι. Οι συμπεθέροι έβαζαν το σισάμι και το μέλι και οι συγγενείς έφερναν άλλος σισάμι, άλλος μέλι και οι δικοί τους άνθρωποι έκαμναν το μελεκούνι. Οι κοπέλες και τ' αγόρια κυνηγιούνταν ποιος να κολλήσει τον άλλο με το μελεκούνι, φωνάζοντας.

-Και που τα δικά σου, γελώντας όλοι μαζί.

Δείτε εδώ βίντεο από την αναπαράσταση των εθίμων του σορωνιάτικου γάμου που πραγματοποιήθηκε στο Άλσος Αγίου Σουλά, το 2010:

Την Παρασκευή εσυνεχίζονταν το στόλισμα του γάμου. Το απόγευμα εγίνονταν ένα τραπέζι όπου μαζεύονταν κάμποσα παλικάρια και τα παιχνίδια, για να πιούν και να'χουν όρεξη για το κάλεσμα. Μόλις βασίλευε ο ήλιος πήγαιναν στον γάμο, εσχημάτιζαν δυό- τρείς παρέες, από τρία- τέσσερα άτομα η κάθε μια. Ο ένας έπερνε ένα δισάκι που το 'χε η νύφη καμωμένο γι' αυτήν τηνδουλειά. Ήταν ένα είδος σακούλας που το 'βαζαν στον ώμο και είχε μια θήκη μπροστά και μια πίσω και την γεμίζανε κουλούρια. Άλλος έπερνε μια πιατέλα μελεκούνι κι' άλλος ένα μπουκάλι ούζο. Όταν τα ετοιμάζαν αρχίνιζαν να παίζουν τα παιχνίδια κι' όλοι μαζί ξεκινούσαν για το κάλεσμα τραγουδώντας. Κάποιος απ' την παρέα έλεγε το πρώτο τραγούδι:

                                 Ήρτε η ώρα η καλή και η εβλογημένη,

                                  να πάμε να καλέσουμε στον γάμο που θα γένει.

                                  Ελάτε όλα τα παιδιά μαζί να τραγουδούμε,

                                  τους ξένους και τους συγγενείς, στον γάμο να καλούμε.

Οι παρέες με τα κουλούρια και το μελεκούνι ξεκινούσαν και σε κάθε σπίτι έδιναν από ένα κουλούρι,ένα κομμάτι μελεκούνι και εκερνούσαν όσους βρίσκονταν μέσα στο σπίτι. Όταν τελείωναν όλα τα σπίτια εγύριζαν στον γάμο. Κάποιος έλεγε το τελευταίο τραγούδι:

                                  Εσχόλασε το κάλεσμα, με για σας με χαρά σας.

                                  Οι παντρεμένοι στων παιδιών, λεύτεροι στα δικά σας.

Μπαίνοντας στον γάμο ήταν το πάτωμα στρωμμένο με κουρελούδες και είχαν σερβιρισμένα φαγιά, μεζέδες και πιοτά. Εκάθιζαν όλοι μαζί και αφού έτρωγαν και έπιναν, μάζευαν τα πιάτα και τις κουρελλούδες και άρχιζαν τον χορό.

Το Σάββατο ο χασάπης έσφαζε τέσσερα-πέντε αρνιά ή κατσίκια που τα 'χαν φέρει οι συμπεθέροι και το παρέδιδε στους μαγείρους. Αυτοί ξεχώριζαν κάμποσα μεζελίκια και το ρέστο το κομμάτιαζαν και το ετοίμαζαν για το τραπέζι που θα γινόταν την Κυριακή μετά την στέψη. Καμιά ώρα πριν βασιλέψει ο ήλιος κάθιζαν σ 'ένα τραπέζι ο γαμπρός, η νύφη, ο κουμπάρος, οι συμπεθέροι και κάμποσοι στενοί συγγενείς, κόρες και παλικάρια. Εντομεταξύ στου κουμπάρου το σπίτι έβραζαν νερό και ετοίμαζαν ότι χρειάζουνταν για να λούσουν τον γαμπρό και την νύφη. Μετά το βασίλεμα του ήλιου πήγαιναν όλοι μαζί στου κουμπάρου για να γίνουν τα λουσίματα. Πρώτα άρχιζαν από την νύφη. Η κοπέλα π' αναλάμβανε να την λούσει έλεγε το πρώτο τραγούδι:                    

                                   Φέρτε σαπούνι κρητικό, νερό του Ιορδάνη,

                                   να λούσουμε την νιόνυφη, να βάλει το στεφάνι.

Και ακολουθούσαν κι' άλλα κορίτσια λέγοντας ότι παινέματα ήξερε η κάθε μια. Ενώ έπειτα όταν την χτένιζαν έλεγαν:

                                  Χτενάκι μου ελεφάντινο, μην κόψεις τα χρυσά μαλλιά

                                  και κόψω εγώ τα δόντια σου.

Εντωμεταξύ, άλλοι έλουζαν τον γαμπρό τραγουδώντας:

                                  Φέρτε νερό του Ροδινιού, σαπούνι απ' την Πάρο,

                                  να λούσουμε τον νιόγαμπρο μαζί με τον κουμπάρο.

                                  Μπαρμπέρη τα ξουράφια σου, να τα μαλαματώσεις,

                                  που θα ξουρίσεις τον γαμπρό να μην τον ελαβώσεις.

Και συνέχιζαν μ' ότι παινέματα ήξεραν. Όταν τελείωνε το χτένισμα και το στόλισμα της νύφης, της έλεγαν το τελευταίο τραγούδι:

                                  Ελούστεις και στολίστηκες κι' έλαμψε η ομορφιά σου.

                                  Να σμίξεις με τον λυγερό που διάλλεξε η καρδιά σου.

Όταν τελείωναν τα λουσίματα όλοι μαζί πήγαιναν στον γάμο να στολίσουν το σπερβέρι. Το σπερβέρι ήταν ένα ύφασμα που το είχε υφάνει η νύφη στον αργαλειό, μετά το κεντούσε και προοριζόταν για να στολίσει το κρεβάτι του γάμου. Όταν πήγαινε λοιπόν η παρέα με τον γαμπρό και την νύφη και τα παιχνίδια στον γάμο, το έπερναν δυο- τρεις κόρες ή παλικάρια για να το στολίσουν. Έπρεπε να το στολίσουν και να το κατεβάσουν εφτά φορές,ενώ τα παιχνίδια έπαιζαν και οι τραγουδιστάδες τραγουδούσαν:

                                 Να 'ν' η ώρα η καλή κι' η ώρα του Χριστού,

                                 ώρα του Χριστού και της Παναγιάς.

                                 Κι' ο Χριστός περνά και παντού ρωτά:

                                 -Που 'ν' ο νιός, παστός, να τον δω και γω;

                                 Να τον δω και γω να του ευχηθώ,

                                 Με πολλές ευχές για πολλές χαρές.

                                 Και στον δαφνοπόταμο, που 'ν' οι δάφνες οι πολλές,

                                 Που 'ν' οι δάφνες οι πολλές, οι κόκκινες τριανταφυλλιές,

                                 οι κόκκινες μυρίζουσι κι' οι άσπρες λουλουδίζουσι,

                                 κι' οι άλλες οι μελαχρινές σπερβέρι εστολίζασι.

                                 Εστολίστει το σπερβέρι, λάμπει σαν το περιστέρι.

                                 Εφτά φορές το στέσασι και πάλε δεν αρέσασι.

                                 Εστολίσαντο και λάμπει σαν τα λούλουδα κι' οι κάμποι.

                                 Γύρω τριγύρω κεντητό, στην μέση έχει αετό.

                                 Για στα χέρια που στολίσαν και σ' αυτά που το πλουμίσαν.

                                 Φέρτε τα γκλεβούδια σας και τα μελεκούνια σας.

                                 Και μένα τον τραγουδιστή, φέρτε ξεχωριστό κρασί.

                                 Να πίνω εγώ κι' ο λυριστής με την παρέα μου μαζί.

                                 Λησμονησά να σας το πω να κάμετε μοναχικό.

                                 Κάμετε πια μοναχικό και θέλω να ξεκουραστώ.

Και αρχινούσι τον χορό μέχρι να βαρεθούσι. Δυο- τρία παιδιά έπερναν τις πόρτες και τις έκρυβαν και ο γάμος έμενε ανοιχτός μέχρι την Δευτέρα το βράδυ.

Μια παρέα κάθιζε εκεί όλη νύχτα για να φυλάει και οι συμπεθέροι ήταν υποχρεωμένοι να τους τροφοδοτούν κρασί και μεζέδες.

Την Κυριακή πρωί, κατά της δέκα, οι μαγείρισσες είχαν ετοιμάσει τον πατσά(κεφαλάκια, ποδαράκια) και καλούσαν όσους ξημερώθηκαν στον γάμο να κάμουν τραπέζι. (-Ορίστε τα ποκέφαλα).

Κατά της μία πήγαιναν όλοι μαζί σ' έναν καφενείον που 'χε ορίσει ο γαμπρος, έρχουνταν τα παιχνίδια (τα μουσικά όργανα) και κάμποσοι νέοι, συγγενείς και ξένοι. Ο γαμπρός είχε δώσει εντολή στον καφετζή να τους προσφέρει πιοτά και μεδέζες. Έτσι έπιναν και γλεντούσαν μέχρι της τρεις.

Έπειτα ξεκινούσαν όλοι μαζί τραγουδώντας να πάσι να συναντήσουν τη νύφη.Στο σπίτι της νύφης είχαν μαζευτεί πολλές κοπέλες, τραγουδίστρες και στολίστρες για να ντύσουν την νύφη. Οι τραγουδίστρες αρχινούσαν:

                                    Ήρτε η ώρα η καλή και η εβλογημένη,

                                     να ντύσουμε την νιόνυφη την χιλιοπαινεμένη.

                                     Στολίστρες και μαστόρησσες βάλτε την όρεξή σας,

                                     στολίσετέ την όμορφα κι' είναι τιμή δική σας.

                                     Στολίσετέ την όμορφα διότι της αξίζει,

                                     τον πιο λεβέντη του χωριού διάλεξε και κερδίζει.

                                     Η μέρα η σημερινή πάντα θα' ναι στον νου σου,

                                     διότι αποχωρίσεσαι μακρυά που τους γονιούς σου.

                                     Θ’ ανοίξεις άλλο σπιτικό, νοικοκυρά θα γένεις,

                                     και εύχομαι σε να περνάς ζωή ευτυχισμένη.

                                     Αντάμα με τον άντρα σου να ζήσεις να γεράσεις,

                                     να δώσει η χάρης του Θεού δισέγγονα να πιάσεις.

Όταν τελείωνε το στόλισμα, οι τραγουδίστρες έπαβαν και αρχινούσαν οι τραγουδιστάδες για τον αποχαιρετισμό των γονιών της και της παλιάς της γειτονιάς:

                                     'Φήνω σε πατέρα μου, επίσης την μητέρα μου,

                                     επίσης τ'αδερφάκια μου, τα χρυσοτρυγονάκια μου.

                                     Έλα πατέρα να σε φιλήσω και να σ' αποχαιρετήσω.

                                     Να με δώσεις την ευχή σου, του Χριστού και την δική σου.

                                     Έλα και συ γλυκειά μου μάνα, που πλαγιάζαμε αντάμα.

                                     Σήμερα θα χωριστούμε μα για πάντα θα σας θυμούμαι.

                                     Πάω αλλού να κατοικήσω, μα δεν θα σας λησμονήσω.

                                     Το παλιό το σπιτικό μου, πάντα θα 'χω στο μυαλό μου.

Με αυτά βγαίνουν όλοι από το σπίτι και προχωρούν για τον γάμο. Οι τραγουδιστάδες συνεχίζουν τα τραγούδι:       

                                    'Φήνω σας για γειτόνισσες πλούσιες και αρχόντισσες,

                                     πλούσιες και αρχόντισσες, τεχνήτρες και μαστόρισσες.

                                     Κι' εγώ μισεύω βρε παιδιά από αυτήν την γειτονιά.

                                     Και πάω σ' άλλη γειτονιά να κάμω ρίζες και κλωνιά.

                                     Κι' όσες ευχαριστηθείτε εβγάτε έξω να με δείτε.

                                     Που διαβαίνω και περνώ κι' όλο τον κόσμο χαιρετώ.

                                     Που διαβαίνω με καμάρι και των παιχνιδιών την χάρη.

                                     Πάω αλλού να κατοικήσω, θέλω να τεκνοποιήσω.

Φτάνοντας στον γάμο αφήνουν εκεί την νύφη με μερικές κοπέλες και η παρέα πάει να φέρει τον γαμπρό απ' το σπίτι του.Βρίσκουν τον γαμπρό να κάθεται μισοντυμένος σε μια καρέκλα και ο πατέρας του του βάζει το πουκάμισο και τον σάκο. Οι τραγουδίστρες αρχινούσαν το τραγούδι:

                                      Εξέστραψε ο ουρανός κι' έλαμπε όλη μέρα,

                                      σήμερα στεφανώνεται ο αετός την περιστέρα.

                                      Σήμερα όλοι χαίρουνται και τα πουλιά γιορτάζουν,

                                      και να 'ναι καλορίζικο τ' αντρόγυνο φωνάζουν.

                                      Σήμερα όλο το χωριό γιορτάζει την χαρά σου,

                                      που σμίγεις με την κόπελια που διάλεξε η καρδιά σου.

                                      Σήμερα ο πατέρας σου έχει μεγάλη χάρη,

                                      διότι στεφανώνεται το πρωτο του καμάρι.

                                      Η μάνα και τ' αδέρφια σου, όλοι σε καμαρώνουν,

                                      κι' οι συγγενείς σου χαίρονται γιατί σε στεφανώνουν.

                                      Μικροί, μεγάλοι χαίρονται τα στεφανώματά σου,

                                      όμως και 'συ να μην ξεχνάς ποτέ τα γονικά σου.

Μετά παύουν οι τραγουδίστρες και αρχίζουν οι τραγουδιστάδες που λένε αυτά που λέγανε και στην νύφη, προχωρώντας προς τον γάμο. Όταν όμως ο γαμπρός φτάνει στην πόρτα, οι τραγουδιστάδες του λένε:

                                     Κάμε γαμπρέ μόνον τον σταυρό σου

                                     Κι εμπα μες στο σπιτικό σου.

Ο γαμπρός κάνει τον σταυρό του και μπάινει μέσα. Σταματά σ' ένα μέρος μακρυά απ' την νύφη και μαζί του κάθονται και οι τραγουδιστάδες με τα παιχνίδια. Και αρχίζουν:

                               Έλα Παναγιά μου σώσε, νου και λογισμό με δώσε.

                                Νου και λογισμό και γνώση και γλυκεία φωνή καμπόση.

                                Για να θυμούμε τα τραγούδια, τα παλιά και τα καινούργια.

                                Τρείς βασίλισσες τ' ακούσαν κι' άλλες τρεις από την Προύσα.

                                Και σας στείλασι παιχνίδια και περίστερακια χίλια.

                                Τα παιχνίδια να βροντούσι, τα πουλιά να κελαηδούσι,

                                τα πουλιά να κελαηδούσι, τον γαμπρόν για να παινούσι.

                                Μιαν ερώτηση θα κάμω: Τίνος ειν' αυτός ο γάμος;

                                Είναι του [..τάδε..], του πασά, π' ορίζει ρόδον και βλαχιά.

                                Που' χει αμπέλια και ζευγάρια και στην θάλασσα καράβια.

                                Σ' άλογο καβαλικεύει και τα πλούτη του μαζεύει.

                                Νιογαμπρέ μου στις χαρές σου, να τιμήσεις τις γενιές σου.

                                Κι'αυτήν την κόρη που σε δίνουν, όμορφα να την προσέχεις.

                                Γιατί οι γονιοί που την εθρέφαν, αργυρόν σταυρόν την έχαν.

                                Τώρα ειν'που θα παινέσω, τις γενιές του θα καλέσω.

Και αρχινά να φωνάζει τους συγγενείς. Αυτοί θα 'ρχουνται να τον χαιρετούν. Ο γαμπρός θα τους βάλει μετάνοια και εκείνοι αφού του ρίξουν ένα μαντήλι στον ώμο, που θα το κρατά κάποιος που στέκεται δίπλα του,του δίνουν κι'από ένα δώρο. Άλος ένα χρυσαφικό, άλλος χρήματα. Αυτά λέγονται μετανοίκια. Θα δώσουν και στα παιχνίδια και στον τραγουδιστή ότι έχουν ευχαρίστηση.   

                                Φέρτε τον πατέρα του, μαζί με την μητέρα του.

                                Φερτε τ' αδερφακιά του, τα χρυσοτρυγονακιά του.

                                Φέρτε μας τον πεθερόν του, για να στέκει στο πλευρό του.

                                Φέρτε και την πεθερά του, για να βρίσκεται κοντά του.

                                Φέρτε τον κουνιάδους του και τους περασπιστάδες του.

                                Φέρτε τώρα τον κουμπάρο κι' έχω κι'από κει να πάρω.

                                Ω κουμπάρε, γιέ του ρήγα, γιατί ξόδεψες ολίγα;

                                Φέρτε θειές, φέρτε μπαρμπάδες κι' όλους τους περασπιστάδες.

                                Φέρτε τα ξαδέρφια του και τα καλαδέρφια του.

                                Φέρτε όλες τις γενιές, που καρτερούν οι νιοί κι' οι νιές.

                                Φέρτε μας τους εδικούς, του ξένους και τους χωριανούς.

                                Φέρτε μας τους καλεσμένους κι' όλους τους προσκεκλημένους.

                                Κάμετε ένα μοναχικόν, λιγάκι να ξεκουραστώ.

Τα παιχνίδια πάιζουν έναν καρσιλαμά και θα χορέψουν συγγενείς της νύφης και του γαμπρού. Μετά τον χορό, ο τραγουδιστής θα τραγουδίσει στην νύφη:

                                Τώρα πάλε θ' αρχινήσω, την νιόνυφη να τραγουδίσω.

                                Κάμετε τόπο να την δω και ότι πρέπει να της πω.

                                Οι νιές παράμερίσασι, τα μάτια μου την είδασι.

                                Κι' ως το πρωί να την παινώ,το στόμα μου δεν το πονώ.

                                Θ' αρχήσω απ' την κεφαλή, να σε παινέσω νιονυφή.

                                Έχεις τα μαλλιά μετάξι και μπλεγμένα με την τάξη.

                                Έχεις κούτελο φεγγάρι, μια στολή κι' ένα καμάρι.

                                Έχεις φρύδια συνδεμένα, σαν σπαθιά ξεσπαθωμένα.

                                Έχεις δυό μάτια σαν ελιές, που 'ναι γεμάτα μαργελι'ες.

                                Έχεις μύτη κονδυλάτη, που 'ναι από νερό γεμάτη.

                                Έχεις χείλη μερζανιά, όπου δεν τα'χει αλλή καμιά.

                                Έχεις δόντια 'ράδι  'ράδι, σαν κουνιά μαργαριτάρι.

                                Έχεις γλώσσα σαν ψαλίδι, κόκκινα ειν' τα δυό σου χείλη.

                                Έχεις σάγουνον κουτάκι και λαιμό με το κανάκι.

                                Έχεις χέρια σαν λαμπάδες που τα λείτουργουν παπάδες.

                                Έχεις στήθη ζηλεμένα, που τρελαίνουν τον καθένα.

                                Έχεις δαχτυλίδι μέση, μπράβο που θα την κερδαίσει.

                                 Μπράβο του, του ανοιχτομάτη, όπου διάλεξε αγάπη.

                                Όπου διάλεξε και πήρε από τις καλές τις μοίρες.

Εδώ τελειώνουν τα παινέματα.

Έπειτα, αφού φέρουν την νύφη κοντά στον γαμπρό,ξεκινούν για την εκκλησία. Μπροστά τα παιχνίδια και ο τραγουδιστής με τ' αντρόγυνο και ακολουθούν όλοι οι καλεσμένοι. Ο τραγουδιστής αρχινά: Κίνησε δέντρο, κίνησε, χρυσέ σταυρέ περπάτησε.

                                Χρυσέ σταυρέ περπάτησε και σύρε και σταμάτησε.

                                Μεταπάτα νυφοπούλα και για ‘σένα γίνουντε ούλα.

                                Μεταπάτησε λιγάκι, ρήγισσα με το βαράκι.

                                Μεταπάτα και πατούσε κι' έχει κι' άλλους που κλουφούν σε.

                                Μεταπάτησε τρυγόνι, γιατί η μέρα τελειώνει.

                                Οι εκκλησιές σημαίνουσι και σας περιμένουσι.

                                Παπάδες περιμένετε, λιγάκι αναμένετε.

                                Γιατί έρχεται τ' αντρόγυνο το μορφοστολισμένο.

                                Για να τους εστεφανώσεις πριν ο ήλιος να νυχτώσει.

                                Στης εκκλησίας την αυλή, χορός μπλεχτός θε να γενεί.

Τα παιχνίδια θα παίξουσι ή σούστα, ή καλαματιανό και θ' αρχίσει ο χορός. Αφού χορέψουν λίγο θα μπουν μέσα στην εκκλησία για να γίνει το μυστήριον του γάμου. Στο τέλος θα πάνε όλοι να φιλήσουν τα στεφάνια και ο καθένας θα ρίξει σ' ένα δίσκο όσα χρήματα έχει ευχα-        ρίστηση. Αυτά τα πάιρνει το αντρόγυνο. Μερικά παλικάρια θα πάρουν από μια πιατέλα μελε-   κούνι και θα δίνουν σε όλους ένα κομμάτι. Πίσω έρχεται ο κεραστής που δίνει σε όλους ένα πιοτό.

Μετά το κέρασμα θα πάνε όλοι στο τραπέζι που ετοίμασε ο μάγειρας με δυό- τρείς βοηθούς και από κει πηγαίνουν στον γάμο και αρχίζει ο χορός, που πολλές φορές κρατούσε ως το πρωί. Δυό- τρείς γύριζαν συνεχώς και εκερνούσαν τον κόσμο. Την Κυριακή το αντρόγυνο πλαγιάζει στου κουμπάρου.

Δείτε εδώ βίντεο από την αναπαράσταση των εθίμων του σορωνιάτικου γάμου που πραγματοποιήθηκε στο Λαογραφικό Σπίτι Σορωνής, το 2014:

Την Δευτέρα, κατά της δέκα το πρωί, μαζεύονται οι στενείς συγγενείς σε ένα καφενείον, έρχεται και ο κουμπάρος και τα παιχνίδια και εσιγοπίναν τραγουδώντας. Τα έξοδα της Δευτέρας ήταν του κουμπάρου. Κατά της μία- δύο, τους καλούσε ο κουμπάρος που τους είχε ετοιμάσει τραπέζι κατά το έθιμο. Μετά το τραπέζι, άρχιζε ο χορός που κρατουσε μέχρι το βράδυ. Το βράδυ πήγαιναν στον γάμο όπου ο γαμπρός είχε ετοιμάσει πιοτά και γλυκίσματα. Η νύφη εκερνούσε όσους την εύχονταν να είναι καλορίζικοι, στεριωμένοι, καλούς απογόνους και ότι άλλο ήθελε ο καθένας. Σιγά σιγά άρχισε να μαζεύεται πολύς κόσμος. Τα παιχνίδια καθισμένα σε μια άκρη έπαιζαν λογής λογής χορούς και οι νέοι χόρευαν. Μετά τα μεσάνυχτα έπαιζαν το γατάνι και ο τραγουδιστής σέρνοντας τον χορό μαζί με το αντρόγυνο,τον κουμπάρο και πολλούς νέους και νέες άρχιζε τις ευχές:

                                Ήρτε η ώρα η καλή την άρχιση να καμω,

                                τραγουδιστά να πω ευχές για τον καινούργιο γάμο.

                                                 Έλα Παναγιά μου σώσε,

                                                  πλούτη και χαρές τους δώσε.

                                Έλα Χριστέ και Παναγιά να δώσεις την ευχή σου,

                                 στ' αντρόγυνο που γίνηκε με θέληση δική σου.

                                                   Να τους δώσεις την ευχή σου

                                                   κληρονόμους ν' αποχτήσουν.

                                Χριστέ που σε δοξάζουμε και που σε προσκυνούμε,

                                ευλόγησε τ' αντρόγυνο αυτό που τραγουδούμε.

                                                   Για να ζήσουν να γεράσουν

                                                   και δισέγγονα να πιάσουν.

                                Ο νιόγαμπρος χρυσός αετός και η νύφη περιστέρι

                                κι' ήτον γραμμένο απ' το Θεό για να γινούσι ταίρι.

                                                   Σαν τα λουλούδια του κάμπου

                                                   ο γαμπρός κι' η νύφη λάμπουν.

                                Όμορφη που 'ν' η νύφη μας ντυμένη μέσα στ' άσπρα,

                                και λάμπει μέσα σ' όλους μας σαν ουρανός με τ' άστρα.

                                                   Σαν αμυγδαλιά ανθισμένη

                                                   ειν'η νύφη στολισμένη.

                               Ο νιόγαμπρος γαρύφαλλο κι' η νύφη καρδιοφύλι,

                               αλήθεια κι' ο κουμπάρος τους κλήμα με το σταφύλι.

                                                   Να 'μουνα στη γη βελόνι,

                                                   να πατείς να σε γκιλώνει.

                               Κουμπάρε λούλουδο της γης άσπρο κουκί του κρίνου,

                               σαν άγγελος μου φαίνεσαι στο πλάι τ' αντρογύνου.

                                                   Να 'μουνα στη γη χαλίκι

                                                   και στ' αυτί σου σκουλαρίκι.

                               Στα χέρια π' ανταλλάξασι τα χρυσοστέφανά τους,

                               να δώσει η χάρης του Θεού να 'ν' κι' από τα δικά τους.

                                                   Σιγανά και πάσα πάσα

                                                   κι' όλο όμορφες επιάσαν.

Μετά το τραγούδισμα, εκείνοι που είχαν κρύψει τις πόρτες θα πάνε να τις φέρουν και ο κουμπάρος θα τους δώσει το ρεγάλον τους σε μεζελίκια και πιοτά.

Έπειτα θα βάλουν τις πόρτες στην θέση τους. Ο κόσμος θα φύγει και ο κουμπάρος θα παραδώσει το κλειδί στον γαμπρό και θα του ευχηθεί καλή δύναμη.

Την Τρίτη το πρωί πήγαιναν στο καινούργιο σπιτικό του αντρογυνου, οι γονιοί και οι συγγενείς. Η νύφη τους κερνά και εκείνοι τους εύχονται καλή στράτηση, καλή προκοπή και πολλά άλλα. Μετά το μεσημέρι μαζεύονται οι συγγενείς και φέρνουν πιοτά και μεζέδες.(Διότι  την Τρίτη τα έξοδα είναι της γενιάς). Αφού πιούν και έρθουν στο κέφι περνουν ένα μακρύ και χονρό κοντάρι και γυρίζουν σε όλες τις γενιές. Στο κάθε σπίτι που θα πάσι θα τους δώσουν από μιά κότα. Θα της δέσουν τα πόδια και θα την κρεμάσουν στο κοντάρι. Όταν τελειώσουν θα τις πάρουν στον γάμο, θα τις σφάξουν και οι μαγείρισσες θα αναλάβουν να τις ψήσουν. Οι άντρες καθίζουν στο τραπέζι ενώ τους ετοιμάζουν τα μεζελίκια και θα σιγοπίνουν τραγουδώντας. Όταν θα ετοιμαστεί το φαγητό θα καθίσουν στο πάτωμα, που θα το στρώσουν με κουρελούδες, να φάσι όλοι μαζί. Έπειτα θα καθαρίσουν και θ' αρχίσουν τον χορό ως τα μεσάνυκτα. Μετά, σιγά σιγά, φεύγουν όλοι ευχόμενοι στον γαμπρό και στην νύφη: «με γιούς».

Την Τετάρτη το πρωί μερικά παληκάρια -συγγενείς βέβαια- θα πάνε στο σπίτι τ' αντρόγυνου για να τους ξυπνήσουν με τραγούδια:

                                             Ξύπνα νιε και νιόγαμπρε, ξύπνα και ξημέρωσε.

                                             Άνοιξέ με, για θ' ανοίξω, για την πόρτα θα τσακίσω.

                                             Ξύπνα και την πέρδικά σου, που'χεις μες στην αγκαλιά σου.

                                             Άνοιξέ μου, για θα' νοίξω, για την πόρτα θα τσακίσω.

Και αφού ετοιμαστούν και τους ανοίξουν ,εκείνοι θα μπουν τραγουδώντας. Η νύφη θα τους κεράσει και αφού τους ευχηθούν θα τους χαιρετήσουν και θα φύγουν.

Εδώ τελειώνουν τα έθιμα του γάμου.

 

GTranslate